μνιαρός: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνιᾰρός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, [[απαλός]] σαν [[βρύο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μνιᾰρός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, [[απαλός]] σαν [[βρύο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνῐᾰρός:''' покрытый мхом, мшистый или мягкий как мох ([[τάπης]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῐᾰρός Medium diacritics: μνιαρός Low diacritics: μνιαρός Capitals: ΜΝΙΑΡΟΣ
Transliteration A: mniarós Transliteration B: mniaros Transliteration C: mniaros Beta Code: mniaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167.    2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Ueberhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.

Greek Monolingual

μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.

Greek Monotonic

μνιᾰρός: -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μνῐᾰρός: покрытый мхом, мшистый или мягкий как мох (τάπης Anth.).