ἀδαής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδαής:''' -ές (*δάω) = το προηγ.· με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει πώς να κάνει [[κάτι]], σε Σοφ.· απόλ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀδαής:''' -ές (*δάω) = το προηγ.· με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει πώς να κάνει [[κάτι]], σε Σοφ.· απόλ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδᾰής:''' незнающий, несведущий Xen.: ἀ. τινος Her., Soph. незнакомый с кем(чем)-л.
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰής Medium diacritics: ἀδαής Low diacritics: αδαής Capitals: ΑΔΑΗΣ
Transliteration A: adaḗs Transliteration B: adaēs Transliteration C: adais Beta Code: a)dah/s

English (LSJ)

ές, (Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;

   A βουνομίας -έστερος Pi.Pae.4 27; ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph.827 (lyr.): c. inf., unknowing how to... ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc.κήρ) ib. 1167 (lyr.); οὐκ ἀ. APl.4.84: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D.    II dark, Parm.8.59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαής: -ές, (* δάω, δαῆναι) = τῷ προηγ., μ. γεν. προσώπου, Ἡροδ. 9. 46· μ. γεν. πράγμ. τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, ὁ αὐτ. 2. 49., 5, 90· ὕπν’ ὀδύνας ἀδαής. Σοφ. Φ. 327 (λυρ.)· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ. ὁ μὴ γινώσκων πῶς ἀ... ἀδαης δ᾿ ἔχειν μυρίον ἄχθος (ἐνν. κήρ), αὐτόθ. 167 (λυρ.)· ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· οὐκ ἀδ., Ἀνθ. Ι λαν. 84 - Ἐπίρρ. ἀδαηστί, «χωρὶς μαθήσεως, ἢ μερισμοῦ χωρίς», Ζωναρ. καὶ «ἀδαϊστί, ἀπείρως», Σουΐδ. ΙΙ. σκοτεινός, Παρμεν. 122.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἀδαήμων.

English (Slater)

ᾰδᾰής
   1 ignorant c. gen. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (Pae. 4.27)

Spanish (DGE)

(ἀδᾰής) -ές
I 1que no conoce c. gen. τούτων τῶν ἀνδρῶν Hdt.9.46
gener. c. gen. de cosa ignorante, desconocedor τῶν πρότερον Hdt.5.90, βουνομίας Pi.Fr.52d.27, ὀδύνας S.Ph.827, cf. B.Fr.60.18, Call.Fr.514, οὐκ ἀ. experto, hábil de un escultor IG 13.1018 (V a.C.)
c. inf. κὴρ ... ἀδαὴς δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος S.Ph.1167
c. or. de relat. τίς οὕτως ἐστὶν ἀδαὴς ὃς οὐκ οἶδεν; ¿quién es tan ignorante que no lo sepa? Plb.5.33.4, cf. 12.25.9, οὐδ' ἀδαὴς γεγένησαι no estás ignorante X.Cyr.1.6.43.
2 inocente de Adán Orac.Sib.1.43
de una joven virgen ἀ. κόρη Paus.Dam.10.9, Io.Mal.Chron.2, p.37
de un potro no domado Clem.Al.Paed.3.12.101.
II que no se puede conocer, oscuro, impenetrable νύκτ' ἀδαῆ Parm.B 8.59.

Greek Monotonic

ἀδαής: -ές (*δάω) = το προηγ.· με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει πώς να κάνει κάτι, σε Σοφ.· απόλ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰής: незнающий, несведущий Xen.: ἀ. τινος Her., Soph. незнакомый с кем(чем)-л.