ἁλίτυπος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλίτῠπος:''' -ον (ἅλς, [[τύπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> δαρμένος από τη [[θάλασσα]], <i>ἁλ. βάρη</i>, θλίψεις για πτώματα που βρίσκονται στη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ναυτικός]], [[ψαράς]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἁλίτῠπος:''' -ον (ἅλς, [[τύπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> δαρμένος από τη [[θάλασσα]], <i>ἁλ. βάρη</i>, θλίψεις για πτώματα που βρίσκονται στη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ναυτικός]], [[ψαράς]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλίτῠπος:''' бросаемый морем: ἁλίτυπα βάρη Aesch. скорбь по погибшим в море. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sea beaten, ἁ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, A.Pers.946 (lyr.): as Subst., seaman, fisherman, E.Or.373.
German (Pape)
[Seite 99] vom Meere geschlagen, βάρη Aesch. Pers. 907 ch.; – ἁλιτύπος, ὁ, der Schiffer, der das Meer mit Rudern schlägt, Eur. Or. 363.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίτῠπος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης τυπτόμενος, ἁλ. βάρη, θλίψεις περὶ πτωμάτων ὑπὸ τῆς θαλάσσης τῇδε κἀκεῖσε φερομένων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 945 (λυρ)· ὡς οὐσιαστ., ναύτης, ἁλιεύς, Εὐρ. Ὀρ. 373.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
battu des flots.
Étymologie: ἅλς¹, τύπτω.
Spanish (DGE)
(ἁλίτῠπος) -ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
1 golpeado por el mar ἁ. βάρη ref. la derrota naval persa, A.Pers.945.
2 subst. baqueteado por el mar, lobo de mar, marinero ἔκλυον ἁλιτύπων τινὸς τῆς Τυνδαρείας παιδὸς ... φόνον E.Or.373.
Greek Monolingual
ἁλίτυπος, -ον (Α)
1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυπος
θαλασσινός, ψαράς
3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τυπος < τύπτω «χτυπώ»].
Greek Monotonic
ἁλίτῠπος: -ον (ἅλς, τύπτω),
1. δαρμένος από τη θάλασσα, ἁλ. βάρη, θλίψεις για πτώματα που βρίσκονται στη θάλασσα, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., ναυτικός, ψαράς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίτῠπος: бросаемый морем: ἁλίτυπα βάρη Aesch. скорбь по погибшим в море.