ἀνακροτέω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] και [[χτυπώ]] μαζί, <i>τὼ χεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· [[τὰς]] χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., [[επευφημώ]] ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνακροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] και [[χτυπώ]] μαζί, <i>τὼ χεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· [[τὰς]] χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., [[επευφημώ]] ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακροτέω:''' (тж. ἀ. τὼ χεῖρε Arph., τὰς χεῖρας Aeschin. и ταῖς χερσίν Plut.) хлопать в ладоши, рукоплескать Arph.
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακροτέω Medium diacritics: ἀνακροτέω Low diacritics: ανακροτέω Capitals: ΑΝΑΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: anakrotéō Transliteration B: anakroteō Transliteration C: anakroteo Beta Code: a)nakrote/w

English (LSJ)

   A lift up and strike together, τὼ χεῖρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονῆς Ar.Pl.739; ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Aeschin.2.226; ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς Plu.Mar.44: abs., οἱ δ' ἀνεκρότησαν applauded vehemently, Ar.Eq.651, V.1314, cf. J.AJ12.4.9, Alciphr.1.39: aor. part. ἀνακορτήσασα cj. in Hexam. ap. Diogenian.3.67.

German (Pape)

[Seite 193] Beifall klatschen, Ar. Equ. 649 Vesp. 1314; auch mit dem acc., τὼ χεῖρε Pl. 739, mit den aufgehobenen Händen, wie τὰς χεῖρας, Aesch. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακροτέω: ἀνατείνω πρὸς τὰ ἄνω τὰς χεῖρας καὶ συγκρούω αὐτάς, τὼ χεῖρ’ ἀνεκρότησ’ ὑφ’ ἡδονῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 739· ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Αἰσχίν. 33. 36: ἀπολ., οἱ δ’ ἀνεκρόντησαν, ζωηρῶς ἐπευφήμησαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, Σφ. 1314. - Περὶ ποιητικοῦ τινος ἀνακορτέω ἴδε ἐν λ. κροτέω καὶ πρβλ. ἐγκροτέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poét. ἀγκροτέω;
battre des mains, applaudir.
Étymologie: ἀνά, κροτέω.

Spanish (DGE)

entrechocar (las manos para aplaudir) ἐγὼ δὲ τὼ χείρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονής Ar.Pl.739, cf. Aeschin.2.42
de ahí aplaudir ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς ἀνακροτῆσαι Plu.Mar.44, abs. οἱ δ' ἀνεκρότησαν Ar.Eq.651, cf. V.1314, πάντας ἐκέλευσεν ἀνακροτῆσαι I.AI 12.214, cf. Luc.Asin.36, Alciphr.4.14.6.

Greek Monotonic

ἀνακροτέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω και χτυπώ μαζί, τὼ χεῖρε, σε Αριστοφ.· τὰς χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., επευφημώ ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακροτέω: (тж. ἀ. τὼ χεῖρε Arph., τὰς χεῖρας Aeschin. и ταῖς χερσίν Plut.) хлопать в ладоши, рукоплескать Arph.