ἀναβαθμός: Difference between revisions

From LSJ
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α ἀναβαθμὸς) [[ἀναβαίνω]]<br />[[σκάλα]], [[σκαλοπάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αντιφωνικό τροπάριο<br /><b>αρχ.</b><br />κινητή, φορητή [[σκάλα]].
|mltxt=ο (Α ἀναβαθμὸς) [[ἀναβαίνω]]<br />[[σκάλα]], [[σκαλοπάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αντιφωνικό τροπάριο<br /><b>αρχ.</b><br />κινητή, φορητή [[σκάλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβαθμός:''' ὁ ступень(ка) Arst.: ἀναβαθμῶν τρόπον Her. наподобие ступенек, уступами.
}}
}}

Revision as of 16:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβαθμός Medium diacritics: ἀναβαθμός Low diacritics: αναβαθμός Capitals: ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ
Transliteration A: anabathmós Transliteration B: anabathmos Transliteration C: anavathmos Beta Code: a)nabaqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A flight of steps, stair, Hdt.2.125, Arist.Oec.1347a5, D.C.65.21; δι' ἀναβαθμῶν by degrees, Ph.2.557.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, dass., Her. 1, 125; Ael. H. A. 6, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαθμός: ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ βάθρα καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» Πολυδ. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ εἶναι διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς ἦχος ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς τρία μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
degré, marche.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): poét. ἀμβαθμός Nic.Th.283, v. tb. ἀναβασμός
I 1escalón frec. en plu. escaleras, escalinata Hdt.2.125, ἀναβαθμὸν ἐξ Ἀΐδαο δόμων ép. en Sch.Er.Il.13.589 (Scythin.?), cf. Arist.Oec.1347a5, D.C.Epit.7.9.16, Ael.NA 6.61, LXX 3Re.10.19, I.AI 8.140, Act.Ap.21.35, PSI 546.3
medic. en la utilización de escaleras de mano como aparato de reducción, Apollon.Cit.1.5.
2 fig. δι' ἀναβαθμῶν por grados Ph.2.557.
II ladera, pendiente κατ' ἀμβαθμοὺς πετρώδεας Nic.Th.283.
III en plu. salmos graduales e.d. cantos de poca extensión entonados al comienzo del domingo, divididos en tres o cuatro antífonas, en el libro de los Salmos, LXX Ps.119-133, aparece el epígrafe ᾠδὴ τῶν ἀναβαθμῶν
en gener. Hymn.(AGC p.53).

English (Strong)

from ἀναβαίνω (compare βαθμός); a stairway: stairs.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ (βαθμός, and this from βαίνω);
1. an ascent.
2. a means of going up, a flight of steps, a stair: Lob. ad Phryn., p. 324 f

Greek Monolingual

ο (Α ἀναβαθμὸς) ἀναβαίνω
σκάλα, σκαλοπάτι
μσν.
αντιφωνικό τροπάριο
αρχ.
κινητή, φορητή σκάλα.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβαθμός: ὁ ступень(ка) Arst.: ἀναβαθμῶν τρόπον Her. наподобие ступенек, уступами.