ἀνακοντίζω: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνᾰκοντίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αμτβ., [[εξακοντίζω]] ή [[βάλλω]], [[χτυπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀνᾰκοντίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αμτβ., [[εξακοντίζω]] ή [[βάλλω]], [[χτυπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακοντίζω:''' досл. пускаться стрелой, перен. устремляться вверх, бить ключом ([[αἷμα]] ἀνηκόντιζε Hom.; [[ὕδωρ]] ἀνακοντίζει Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
intr.,
A dart or shoot up, αἷμα δ' ἀνηκόντιζε Il.5.113; so of water, Hdt.4.181. 2 causal, θαλασσίους αὔρας Callistr.Stat.14.
German (Pape)
[Seite 193] herausschleudern, nur intrans.; αἷμα, das Blut spritzt hervor, Il. 5, 113; ὕδωρ, das Wasser sprudelt auf, Her. 4, 181.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰκοντίζω: ἀμετάβ., ἀνορμῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι πρὸς τὰ ἄνω δίκην ἀκοντίου, αἷμα δ’ ἀνηκόντιζε Ἰλ. Ε. 113: οὕτως ἐπὶ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 181. 2) ἐνεργητικῶς, Φιλόστρ. 906.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνηκόντιζον;
s’élancer comme un trait, se précipiter.
Étymologie: ἀνά, ἀκοντίζω.
English (Autenrieth)
shoot up or forth, of blood, Il. 5.113†.
Spanish (DGE)
1 intr. saltar en chorro o surtidor αἷμα δ' ἀνηκόντιζε διὰ στρεπτοῖο χιτῶνος Il.5.113, de agua, Hdt.4.181.
2 tr. lanzar θαλασσίους αὔρας Callistr.14.3, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.8.
3 fig. apuntar, referirse εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ Meth.Symp.3.8 (p.35.9).
Greek Monolingual
ἀνακοντίζω (Α)
1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω
2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀκοντίζω.
Greek Monotonic
ἀνᾰκοντίζω: μέλ. -σω, αμτβ., εξακοντίζω ή βάλλω, χτυπώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακοντίζω: досл. пускаться стрелой, перен. устремляться вверх, бить ключом (αἷμα ἀνηκόντιζε Hom.; ὕδωρ ἀνακοντίζει Her.).