ἀντιφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(3) |
(1) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[κάποιος]] που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀντιφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[κάποιος]] που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιφύλαξ:''' ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
poste avancé de l’ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.
Greek Monotonic
ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.