ἀπαμβλίσκω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαμβλίσκω:''' μέλ. <i>-αμβλώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήμβλωσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εμποδίζω]] [[κάτι]] να τελεσφορήσει, [[καθιστώ]] [[κάτι]] ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την [[κύηση]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αποβάλλω]] το [[έμβρυο]] κατά την [[κύηση]], [[ατυχώ]] ως προς την [[έκβαση]] της εγκυμοσύνης, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπαμβλίσκω:''' μέλ. <i>-αμβλώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήμβλωσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εμποδίζω]] [[κάτι]] να τελεσφορήσει, [[καθιστώ]] [[κάτι]] ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την [[κύηση]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αποβάλλω]] το [[έμβρυο]] κατά την [[κύηση]], [[ατυχώ]] ως προς την [[έκβαση]] της εγκυμοσύνης, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαμβλίσκω:''' <b class="num">1)</b> преждевременно рожать (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> преждевременно сбрасывать (καρπούς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A make abortive, καρπούς produce abortive fruit, Plu. Arat.32. II intr., miscarry, aor. ἀπήμβλωσε, Id.Pomp.53.
German (Pape)
[Seite 277] (s. ἀμβλίσκω), eine Fehlgeburt thun, ἀπήμβλωσε Plut. Pomp. 53; δένδρα ποιεῖ ἄφορα καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν Arat. 32, bewirkt, daß die Bäume nicht tragen und die Früchte, die sie angesetzt haben, vor der Reise verlieren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμβλίσκω: καθιστῶ τι ἀτελεσφόρητον, καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν «ἀτελεσφορήτους ποιεῖν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀπαμβλισκουσῶν γυναικῶν· καρποὺς δὲ τοὺς σιτικοὺς λέγει ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὰ δένδρα» (Σημ. Κοραῆ), Πλουτ. Ἄρατ. 32. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ γυναικός, ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν: ἀόρ. ἀπήμβλωσε, ὁ αὐτ. Πομπ. 53.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαμβλώσω, ao. ἀπήμβλωσα;
1 avorter;
2 faire tomber les fruits avant leur maturité.
Étymologie: ἀπό, ἀμβλόω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀπήμβλωσε Plu.Pomp.53]
1 malograr καρπούς Plu.Arat.32.
2 intr. abortar Plu.Pomp.53.
Greek Monolingual
ἀπαμβλίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να μη τελεσφορήσει, να μη καρποφορήσει
2. (αμτβ.) (για γυναίκα) κάνω αποβολή, αποβάλλω.
Greek Monotonic
ἀπαμβλίσκω: μέλ. -αμβλώσω, αόρ. αʹ -ήμβλωσα·
I. εμποδίζω κάτι να τελεσφορήσει, καθιστώ κάτι ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την κύηση), σε Πλούτ.
II. αμτβ., αποβάλλω το έμβρυο κατά την κύηση, ατυχώ ως προς την έκβαση της εγκυμοσύνης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμβλίσκω: 1) преждевременно рожать (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);
2) преждевременно сбрасывать (καρπούς Plut.).