ἀπεράτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπεράτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος<br /><b>2.</b> (για πόρτα) [[εκείνη]] που δεν έχει κλειστεί με τον [[περάτη]], την [[αμπάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απεριόριστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπεράτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος<br /><b>2.</b> (για πόρτα) [[εκείνη]] που δεν έχει κλειστεί με τον [[περάτη]], την [[αμπάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απεριόριστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεράτωτος:''' <b class="num">1)</b> беспредельный ([[ἄπειρος]] καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бесцельный (ἡ [[πεπρωμένη]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεράτωτος Medium diacritics: ἀπεράτωτος Low diacritics: απεράτωτος Capitals: ΑΠΕΡΑΤΩΤΟΣ
Transliteration A: aperátōtos Transliteration B: aperatōtos Transliteration C: aperatotos Beta Code: a)pera/twtos

English (LSJ)

[ᾰτ], ον,

   A unbounded, Plu.2.424d, Dam.Pr.178; of fate (with play on πεπρωμένη), Plu.2.1056d.

German (Pape)

[Seite 287] unbegrenzt, Plut. def. orac. 26; so auch Symp. 8, 2, 3 für ἀπερώτατον zu lesen; unvollendet, nicht zum Ziele führend, ἡ πεπρωμένη ἀπεράτωτος de stoic. repugn. 47 g. E.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεράτωτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πέρατα, ἀπεριόριστος, Πλούτ. 2. 424Δ.

Spanish (DGE)

-ον
ilimitado, indeterminado ἄπειρον Plu.2.424d, 719d, Dam.Pr.178, ref. al Destino, Plu.2.1056d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπεράτωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος
2. (για πόρτα) εκείνη που δεν έχει κλειστεί με τον περάτη, την αμπάρα
αρχ.
ο απεριόριστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεράτωτος: 1) беспредельный (ἄπειρος καὶ ἀ. Plut.);
2) бесцельный (ἡ πεπρωμένη Plut.).