ἀποσυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσῡρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφυρίζω]] ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[ψιθυρίζω]] και ο [[ψίθυρος]] ηχεί ως [[σφύριγμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποσῡρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφυρίζω]] ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[ψιθυρίζω]] και ο [[ψίθυρος]] ηχεί ως [[σφύριγμα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσῡρίζω:''' <b class="num">1)</b> свистеть, посвистывать HH;<br /><b class="num">2)</b> pass. насвистываться, т. е. раздаваться (о птичьем пении) (ἀπὸ τῶν κλάδων [[μέλη]] ἀπεσυρίζετο Luc.).
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσῡρίζω Medium diacritics: ἀποσυρίζω Low diacritics: αποσυρίζω Capitals: ΑΠΟΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: aposyrízō Transliteration B: aposyrizō Transliteration C: aposyrizo Beta Code: a)posuri/zw

English (LSJ)

   A whistle aloud for want of thought, or to show indifference, μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280:—Pass., sound like whistling, Luc. VH2.5.

German (Pape)

[Seite 328] (συρίζω), auspfeifen, μάκρ' ἀποσ., laut pfeifen, H. h. Merc. 280; aber ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο, sie ertönten säuselnd von den Aesten herab, Luc. V. Hist. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡρίζω: συρίζω ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ ὅπως δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., ψιθυρίζω ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… μέλη ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. ἀποσυρίζω τινά, ἀπελαύνω αὐτὸν μετὰ συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.

French (Bailly abrégé)

siffler fortement ; Pass. être sifflé en parl. d’un air.
Étymologie: ἀπό, συρίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποσῡρίζω)
silbar, chiflar μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280, cf. Mac.Magn.Apocr.2.19 (p.33.7)
en v. med. sonar como un silbido ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων ... μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.VH 2.5.

Greek Monolingual

ἀποσυρίζω (Α)
1. σφυρίζω αμέριμνα
2. (-ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»].

Greek Monotonic

ἀποσῡρίζω: μέλ. -ξω, σφυρίζω ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., ψιθυρίζω και ο ψίθυρος ηχεί ως σφύριγμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσῡρίζω: 1) свистеть, посвистывать HH;
2) pass. насвистываться, т. е. раздаваться (о птичьем пении) (ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.).