ἀποκήρυξις: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκήρυξις:''' -εως, ἡ, δημόσια [[αποκήρυξη]] του γιου από τον [[πατέρα]] του, [[αποκλήρωση]], σε Πλούτ., Λουκ. | |lsmtext='''ἀποκήρυξις:''' -εως, ἡ, δημόσια [[αποκήρυξη]] του γιου από τον [[πατέρα]] του, [[αποκλήρωση]], σε Πλούτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκήρυξις:''' εως ἡ публичное отречение (от сына), лишение наследства Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A public announcement, esp. public renunciation of a son, disinheriting, Plu.Them.2, Luc.Abd.5, Hermog.Inv.4.13.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, der Ausruf; bes. a) Enterbung eines Sohnes, ὑπὸ τοῦ πατρός Plut. Them. 2; vgl. Luc. Abdie. 5, ff – b) öffentlicher Verkauf. – c) Bei K. S. Excommunication.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκήρυξις: -εως, ἡ, πώλησις διὰ κήρυκος, δημοπρασία, ἀλλὰ κυρίως ἡ λέξις σημαίνει δημοσίαν ἀποκήρυξιν, ἀποκλήρωσιν υἱοῦ, ἀποκήρυξιν μὲν ὑπὸ τοῦ πατρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 2, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 5. ΙΙ. ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας, ἀφορισμός, Συνέσ. 219Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déclaration publique de déshérence.
Étymologie: ἀποκηρύσσω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): lat. apoceryxis, Cod.Iust.8.46.6
1 desheredaciónde un hijo, Plu.Them.2, Luc.Abd.5, Hermog.Inu.4.13 (p.209), Cod.Iust.l.c.
•repudio por Dios de un pecador, Chrys.M.63.143.
2 excomunión Synes.Ep.72.
Greek Monotonic
ἀποκήρυξις: -εως, ἡ, δημόσια αποκήρυξη του γιου από τον πατέρα του, αποκλήρωση, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκήρυξις: εως ἡ публичное отречение (от сына), лишение наследства Plut., Luc.