Ἀρεοπαγίτης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀρεοπᾰγίτης:''' -ου, ὁ ([[Ἄρειος]], [[πάγος]]), ο [[δικαστής]] που αποτελούσε [[μέλος]] του ανωτάτου δικαστηρίου του Αρείου Πάγου στην αρχαία Αθήνα, σε Αισχίν.
|lsmtext='''Ἀρεοπᾰγίτης:''' -ου, ὁ ([[Ἄρειος]], [[πάγος]]), ο [[δικαστής]] που αποτελούσε [[μέλος]] του ανωτάτου δικαστηρίου του Αρείου Πάγου στην αρχαία Αθήνα, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀρεοπᾰγίτης:''' ου (ῑ) ὁ ареопагит, член Ареопага Aeschin., Dem.
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀρεοπαγίτης Medium diacritics: Ἀρεοπαγίτης Low diacritics: Αρεοπαγίτης Capitals: ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Transliteration A: Areopagítēs Transliteration B: Areopagitēs Transliteration C: Areopagitis Beta Code: *)areopagi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A v. Ἄρειος πάγος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀρεοπαγίτης: -ου, ὁ, ἴδε Ἄρειος πάγος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
membre de l’Aréopage, aréopagite.
Étymologie: Ἄρειος πάγος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. -είτης Phld.Mus.4.34.2
1 areopagita miembro del tribunal del Areópago, plu. Aeschin.1.81, D.59.83, Din.1.5, Philoch.20.1, Phld.l.c., D.S.4.76, Plu.Sol.19
sg. Ἀρεοπαγίτου ἀνδρός Luc.Scyth.2
prov. στεγανώτερος Ἀρεοπαγίτου más reservado que un areopagita Diogenian.1.1.8, Alciphr.1.16.1, cf. Them.Or.21.263a, Hsch.
El Areopagita tít. de una comedia de Demetrio, Demetr.Com.Nou.1.
2 sobrenombre de Dionisio ὁ Ἀρεοπαγίτης que escuchó el sermón de S. Pablo en el Areópago Act.Ap.17.34.

English (Strong)

from Ἄρειος Πάγος; an Areopagite or member of the court held on Mars' Hill: Areopagite.

English (Thayer)

Tdf. Ἀρεοπαγειτης (see under the word εἰ, ἰ), Ἀρεοπαγιτου, ὁ (from the preceding (cf. Lob. ad Phryn. 697f)), a member of the court of Areopagus, an Areopagite: Acts 17:34.

Greek Monolingual

ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης)
μέλος του Αρείου Πάγου
αρχ.
αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος»).

Greek Monotonic

Ἀρεοπᾰγίτης: -ου, ὁ (Ἄρειος, πάγος), ο δικαστής που αποτελούσε μέλος του ανωτάτου δικαστηρίου του Αρείου Πάγου στην αρχαία Αθήνα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

Ἀρεοπᾰγίτης: ου (ῑ) ὁ ареопагит, член Ареопага Aeschin., Dem.