ἄρκυς: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρκῠς:''' υος ἡ преимущ. pl. сеть, тенета Her., Xen., Plat., Plut.: [[ἐγγὺς]] εἶναι ἀρκύων ξίφους Eur. находиться в опасности погибнуть от меча. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἅρκ- Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, -υας, Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—
A net, hunter's net, A.Ag.1116, Ch.1000: more freq. in pl., ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu.147 (lyr.); ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc.196; ἄρκυς ἱστάναι to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10; πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790: metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, E.Med. 1278. 2 woman's hair-net, Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] υος, ἡ, nach Eust. Od. 1535, 38 ἅρκυς, das Netz, Jagdnetz, Her. 7, 85; Plat. Legg. VIII, 844 e; übertr., Fallstrick, Gefahr, ἄρκυες ξίφους, Gefahr, durchs Schwert zu sterben, Eur. Med. 1278; vgl. Herc. fur. 729.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 rets, filet de chasse;
2 fig. αἱ ἄρκυες piège, embûche.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre.
Greek Monolingual
ἄρκυς (-υος), η (Α)
1. κυνηγετικό δίχτυ
2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα arqu- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος καθώς και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την ιτιά (πρβλ. ρωσ. rokita σερβ. rakita, τσεχ. rakyta < ΙΕ. arqū-tᾱ, απ' όπου και το λεττ. erkuls «αδράχτι»). Εξάλλου ο τ. άρκυς σχετίζεται πιθ. με την αράχνη, ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από ανατολικές γλώσσες.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρκυστασία, αρκυστάσιον, αρκύστατος, αρκυωρός].
Greek Monotonic
ἄρκῠς: -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. ἄρκυες, -υας, Αττ. συνηρ. ἄρκῡς· θηρευτικό δίχτυ, δίχτυ κυνηγού, Λατ. cassis, σε Αισχύλ.· συχνά σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., ἄρκυες ξίφους, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρκῠς: υος ἡ преимущ. pl. сеть, тенета Her., Xen., Plat., Plut.: ἐγγὺς εἶναι ἀρκύων ξίφους Eur. находиться в опасности погибнуть от меча.