ἀστραγαλίζω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστρᾰγᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἀστράγαλος]]), [[παίζω]] με τους αστραγάλους (<i>ἀστράγᾰλοι</i>), σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀστρᾰγᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἀστράγαλος]]), [[παίζω]] με τους αστραγάλους (<i>ἀστράγᾰλοι</i>), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλίζω:''' играть в кости или в бабки Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A play with ἀστράγαλοι, Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.
German (Pape)
[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰγαλίζω)
• Prosodia: [-γᾰ-]
1 jugar a las tabas ἀστραγαλίζοντος αὐτοῦ IG 42.121.25 (Epidauro IV a.C.), παῖς Pl.Ly.206e, cf. Alc.1.110b, Telecl.1.14, Stratt.80, βουκόλοι ... ἀστραγαλίζοντες Philostr.Her.23.6, τοῖς ἀντερῶσιν ἀστραγαλίζων Aristaenet.1.23.6, cf. Cratin.176, Luc.DDeor.8.2.
2 οἱ ἀστραγαλίζοντες Los jugadores de tabas tít. de una obra de Policleto, Plin.HN 34.55.
3 adornar con astrágalos ἀστραγαλίσαι ἐπὶ τῶν ὑποποδίων ICr.3.2.1.8 (II a.C.).
Greek Monolingual
ἀστραγαλίζω (Α)
παίζω το παιχνίδι των αστραγάλων.
Greek Monotonic
ἀστρᾰγᾰλίζω: μέλ. -σω (ἀστράγαλος), παίζω με τους αστραγάλους (ἀστράγᾰλοι), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰγᾰλίζω: играть в кости или в бабки Plat.