Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄσιλλα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσιλλα]], η (Α)<br />[[ξύλο]] που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν [[σακιά]], δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο [[άκρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].
|mltxt=[[ἄσιλλα]], η (Α)<br />[[ξύλο]] που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν [[σακιά]], δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο [[άκρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσιλλα:''' ἡ коромысло Arst.
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσιλλα Medium diacritics: ἄσιλλα Low diacritics: άσιλλα Capitals: ΑΣΙΛΛΑ
Transliteration A: ásilla Transliteration B: asilla Transliteration C: asilla Beta Code: a)/silla

English (LSJ)

ἡ,

   A yoke, like that of a milk-man, to carry baskets, pails, etc., Simon.163; ἄ. ἐπωμίους ἀνελόμενοι Alciphr.1.1 (prob.).

German (Pape)

[Seite 370] ἡ, das über dem Nacken auf beiden Schultern ruhende Tragholz, die Trage, Simon. bei Arist. rhet. 1, 7 (223 bei Schneidew.); Alciphr. 1, 1. Vgl. ἀναφορεύς. Davon

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
madero para llevar dos cestos en equilibrio sobre los hombros, Simon.110D., Alciphr.1.1.4, PCair.inv. S.R.3805.18 (V/VI d.C.) en Proc.XVIII Congr.Pap.2, p.85, Hsch.s.u. φέρμια.

• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. c. airl. feidil ‘yugo’ de *u̯odh-s-(i)l- o *u̯odh-t-il, aunque puede tratarse de un prést.

Greek Monolingual

ἄσιλλα, η (Α)
ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].

Russian (Dvoretsky)

ἄσιλλα: ἡ коромысло Arst.