ἄστολος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄστολος:''' -ον, [[άντυτος]], [[ανεφοδίαστος]], λέγεται για το [[πορθμείο]] του Χάροντα, χρησιμ. με τον ίδιο τρόπο όπως [[γάμος]], [[ἄγαμος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄστολος:''' -ον, [[άντυτος]], [[ανεφοδίαστος]], λέγεται για το [[πορθμείο]] του Χάροντα, χρησιμ. με τον ίδιο τρόπο όπως [[γάμος]], [[ἄγαμος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστολος:''' [[στέλλω]] отправленный на беду, т. е. роковой ([[θεωρίς]] Aesch. - v. l. к [[ναύστολος]]).<br />[[στολή]] не прикрывающий наготы, т. е. слишком короткий ([[χιτών]] Soph., Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστολος Medium diacritics: ἄστολος Low diacritics: άστολος Capitals: ΑΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: ástolos Transliteration B: astolos Transliteration C: astolos Beta Code: a)/stolos

English (LSJ)

ον, (στέλλω)

   A ungirded, χιτών S.Fr.872.    2 of Charon's boat, A.Th.857 (lyr.) (ἄστονος cod. M).

German (Pape)

[Seite 376] ungekleidet, Soph. frg. 791; χιτών Plut. Lyc. et Num. 3; – ἄστ. θεωρίς, vom Nachen des Charon, Aesch. Spt. 839, unglücklich abgesendet, das Unglücksschiff, v. l. ἄστονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas une robe;
2 non équipé.
Étymologie: ἀ, στολή ou στέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no cubre todo el cuerpo χιτών S.Fr.872.
2 subst. ὁ ἀ. piedra preciosa semejante a los ojos de los peces, Plin.HN 37.133.

Greek Monolingual

ἄστολος, -ον (Α)
1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός
2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)].

Greek Monotonic

ἄστολος: -ον, άντυτος, ανεφοδίαστος, λέγεται για το πορθμείο του Χάροντα, χρησιμ. με τον ίδιο τρόπο όπως γάμος, ἄγαμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστολος: στέλλω отправленный на беду, т. е. роковой (θεωρίς Aesch. - v. l. к ναύστολος).
στολή не прикрывающий наготы, т. е. слишком короткий (χιτών Soph., Plut.).