ἀστιβής: Difference between revisions
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστῐβής:''' -ές ([[στείβω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απάτητος]], σε Αισχύλ.· [[έρημος]], [[άβατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν πρέπει να πατηθεί, [[ιερός]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀστῐβής:''' -ές ([[στείβω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απάτητος]], σε Αισχύλ.· [[έρημος]], [[άβατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν πρέπει να πατηθεί, [[ιερός]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστῐβής:''' <b class="num">1)</b> куда не ступала чья-л. нога, неприступный ([[χῶρος]] Soph.; [[χώρα]] Xen.): ἡ ἀ. Ἀπόλλωνι [[χέρσος]] Aesch. край, куда Аполлон никогда не заглядывал, т. е. подземное царство;<br /><b class="num">2)</b> заповедный, священный ([[ἄλσος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (στείβω)
A untrodden, τινί A.Th.859 (lyr.): hence, 2 desert, pathless, χῶρος S.Aj.657; ἀ. πόρος, of the sea, Arion 1.16; ὁδός Hymn.Is.149. 3 not to be trodden, holy, ἄλσος S.OC126; rare in Prose, as X.Mem.3.8.10. II Act., leaving no track, τροχός Mesom.Nem.7.
German (Pape)
[Seite 376] ές, unbetreten, χέρσος Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; ἄλσος Soph. O. C. 126; χώρα Ai. 642; χώρα ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; χωρίον Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῐβής: -ές, (στείβω) ὡς τὸ ἄστιπτος, ἀπάτητος, τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: ἐντεῦθεν. 2) ἔρημος, ἄβατος, χῶρος Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. πόρος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, ἱερός, ἄλσος Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων ἴχνος, τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non foulé, non fréquenté ; désert;
2 en parl. de lieux consacrés sacré, saint;
Sp. ἀστιβέστατος.
Étymologie: ἀ, στείβω.
Spanish (DGE)
(ἀστῐβής) -ές
1 no hollado, no pisado χῶρος S.Ai.657, πόρος del mar Lyr.Adesp.21.17, ὁδός Hymn.Is.149 (Andros), ἐρίπνη Nonn.D.18.61, cf. Hsch., c. dat. θεωρίς ἀ. Ἀπόλλωνι A.Th.859, χῶρος ... θηρίοις ἀ. Ael.NA 10.49.
2 que no se puede pisar, sagrado ἄλσος S.OC 126, cf. X.Mem.3.8.10.
3 que no deja rastro τροχός Mesom.3.7.
Greek Monolingual
ἀστιβής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο απάτητος
2. ο ερημικός, ο αδιάβατος
3. ο άβατος, ο ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»].
Greek Monotonic
ἀστῐβής: -ές (στείβω)·
1. απάτητος, σε Αισχύλ.· έρημος, άβατος, σε Σοφ.
2. αυτός που δεν πρέπει να πατηθεί, ιερός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῐβής: 1) куда не ступала чья-л. нога, неприступный (χῶρος Soph.; χώρα Xen.): ἡ ἀ. Ἀπόλλωνι χέρσος Aesch. край, куда Аполлон никогда не заглядывал, т. е. подземное царство;
2) заповедный, священный (ἄλσος Soph.).