βεκκεσέληνος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεκκεσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), απαρχαιωμένος, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. ([[νεολογισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[ιστορία]] σχετικά με το [[βέκος]] στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν <i>προ-σέληνοι</i>).
|lsmtext='''βεκκεσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), απαρχαιωμένος, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. ([[νεολογισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[ιστορία]] σχετικά με το [[βέκος]] στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν <i>προ-σέληνοι</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''βεκκεσέληνος:''' ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый ([[μῶρος]] καὶ β. Arph.; [[λῆρος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεκκεσέληνος Medium diacritics: βεκκεσέληνος Low diacritics: βεκκεσέληνος Capitals: ΒΕΚΚΕΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: bekkesélēnos Transliteration B: bekkeselēnos Transliteration C: vekkeselinos Beta Code: bekkese/lhnos

English (LSJ)

ον, (βέκος, cf. προσέληνος, and v. Hdt.2.2)

   A = ἀρχαῖος, superannuated, doting, coined by Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.

German (Pape)

[Seite 441] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 λῆρος. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.

Greek (Liddell-Scott)

βεκκεσέληνος: -ον, = ἀρχαῖος, ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα ἀνίκανος, ἀνόητος, βλάξ, ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ διήγημα περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
primitif ; simple, niais.
Étymologie: orig. inconnue ; -σέληνος de σελήνη.

Spanish (DGE)

-ον
primitivo, ignoranteref. a Estrepsíades, Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.

Greek Monolingual

βεκκεσέλληνος, -ον (Α)
απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι].

Greek Monotonic

βεκκεσέληνος: -ον (σελήνη), απαρχαιωμένος, υπέργηρος, ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. (νεολογισμός που δημιουργήθηκε από την ιστορία σχετικά με το βέκος στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν προ-σέληνοι).

Russian (Dvoretsky)

βεκκεσέληνος: ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый (μῶρος καὶ β. Arph.; λῆρος Plut.).