βουκολιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(3) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουκολιάζομαι:''' Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. <i>βωκολιαζοῦμαι</i>, αποθ. ([[βουκόλος]]), [[ψάλλω]] ή [[συνθέτω]] βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''βουκολιάζομαι:''' Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. <i>βωκολιαζοῦμαι</i>, αποθ. ([[βουκόλος]]), [[ψάλλω]] ή [[συνθέτω]] βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουκολιάζομαι:''' дор. v. l. βωκολιάσδομαι петь или сочинять пастушеские песни Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:53, 31 December 2018
English (LSJ)
βουκολ-ιάσδομαι, fut. -αξεῦμαι:—
A sing or write pastorals, Theoc.5.44, al., Mosch.3.120.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. βουκολιάσδ-
• Morfología: [dór. poét. pres. imperat. 2a sg. βουκολιάζεο Theoc.9.1, βουκολιάζευ Theoc.9.5, Mosch.3.120, eol. βουκολιάσδευ Theoc.5.60; act. impf. βουκολίασδον Bio Fr.10.5; dór. fut. 2a sg. βουκολιαξῇ Theoc.5.60]
cantar composiciones pastoriles Theoc.7.36, ll.cc., Mosch.l.c., Bio l.c.
Greek Monotonic
βουκολιάζομαι: Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. βωκολιαζοῦμαι, αποθ. (βουκόλος), ψάλλω ή συνθέτω βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βουκολιάζομαι: дор. v. l. βωκολιάσδομαι петь или сочинять пастушеские песни Theocr.