γενειάσκω: Difference between revisions
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γενειάσκω:''' = [[γενειάζω]], [[αρχίζω]] να [[αποκτώ]] [[γενειάδα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''γενειάσκω:''' = [[γενειάζω]], [[αρχίζω]] να [[αποκτώ]] [[γενειάδα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γενειάσκω:''' Xen., Plat. = [[γενειάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A begin to get a beard, Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5; ἄρτι γενειάσκων IG3.1314.
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, Plat. Conv. 181 d; Xen. Cyr. 4, 6, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάσκω: γενειάζω, ἀρχίζω νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. γενειάω.
Spanish (DGE)
empezar a tener barba Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5, IG 22.13129 (I d.C.), Aristid.Quint.66.30, Did.CP 5.45.
Greek Monolingual
γενειάσκω (Α) γένυς
1. αρχίζω να αποκτώ γένεια
2. γίνομαι άντρας, ανδρώνομαι.
Greek Monotonic
γενειάσκω: = γενειάζω, αρχίζω να αποκτώ γενειάδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γενειάσκω: Xen., Plat. = γενειάζω.