βραχυκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[βραχυκατάληκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[λέξη]]) αυτή που λήγει σε βραχεία [[συλλαβή]]<br />(αρχ. -μσν.) (για [[μέτρο]] ή στίχο) αυτός που [[είναι]] [[ελλιπής]] [[κατά]] τον τελευταίο [[πόδα]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[βραχυκατάληκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[λέξη]]) αυτή που λήγει σε βραχεία [[συλλαβή]]<br />(αρχ. -μσν.) (για [[μέτρο]] ή στίχο) αυτός που [[είναι]] [[ελλιπής]] [[κατά]] τον τελευταίο [[πόδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχυκατάληκτος:''' стих.<br /><b class="num">1)</b> оканчивающийся коротким слогом;<br /><b class="num">2)</b> меньший на одну стопу, усеченный ([[μέτρον]]).
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκατάληκτος Medium diacritics: βραχυκατάληκτος Low diacritics: βραχυκατάληκτος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: brachykatálēktos Transliteration B: brachykatalēktos Transliteration C: vrachykataliktos Beta Code: braxukata/lhktos

English (LSJ)

ον,

   A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. -τως f.l. for -παραλήκτως (q. v.), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά.    II β. μέτρον, short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βρᾰχῠ-καταληκτέω, to end so, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βρᾰχῠ-καταληξία, ἡ, such an ending, Heph. Poëm.5.

German (Pape)

[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅτανστίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1prosod., de palabras que termina en sílaba breve Tyrannio 3, A.D.Adu.150.20, 156.13, Pron.50.24, 81.8, Coni.253.2, Arc.192.20, Sch.Er.Il.1.565, 3.426, Eust.1148.49.
2 métr. al que le falta un pie de dos sílabas de metros, Heph.4.3, Aristid.Quint.46.12, Sch.Ar.Ra.316, Pl.1042.
II adv. -ως con la última sílaba breve Sch.Ar.Pl.1056, Sud.s.u. παιδία.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ βραχυκατάληκτος, -ον)
νεοελλ.
(για λέξη) αυτή που λήγει σε βραχεία συλλαβή
(αρχ. -μσν.) (για μέτρο ή στίχο) αυτός που είναι ελλιπής κατά τον τελευταίο πόδα.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυκατάληκτος: стих.
1) оканчивающийся коротким слогом;
2) меньший на одну стопу, усеченный (μέτρον).