γεννήτης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(8)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεννήτης]], ο (Α) [[γέννα]]<br />([[συνήθως]] σε πληθ.) <i>oἱ γεννῆται</i><br />[[μέλη]] τών γενών, οι [[κατά]] [[γένος]] συγγενείς στην Αθήνα.
|mltxt=[[γεννήτης]], ο (Α) [[γέννα]]<br />([[συνήθως]] σε πληθ.) <i>oἱ γεννῆται</i><br />[[μέλη]] τών γενών, οι [[κατά]] [[γένος]] συγγενείς στην Αθήνα.
}}
{{elru
|elrutext='''γεννήτης:''' ου ὁ родитель, глава семейства, геннет (из 30 геннетов состоял [[γένος]], из 30 γένη - [[φρατρία]], из 3 φρατρίαι - φύλη) Plat., Isae., Dem., Arst.
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 483] ὁ (γενῆται scheint falsche Schreibart), in Athen, Stammverwandte, d. i. die Bürger, die zusammen ein γένος ausmachen, auch συγγενεῖς genannt von Is. 7, 27, wie Plat. Legg. IX, 878 d γεννῆται καὶ συγγενεῖς vrbdt; vgl. Harpocr.; die Kinder u. Bürger wurden zuerst unter die Genneten u. Phratores aufgeschrieben, εἰς τοὺς γ. ἐγγράφειν (der Aufnahme-Ritus ist beschrieben Is. 7, 16), wonach sie ὁμόγονοι hießen. Die Genneten hatten eigene Opferfeste u. wählten aus ihrer Mitte Priester, γεννήτης τῶν θεῶν Plat. Ax. 371 d. Bei Dem. 59, 59 hat Bekk. γεννητής accentuirt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
seul. plur. γεννῆται, ῶν (οἱ) :
chefs de familles liés par des rites et sacrifices communs et qui formaient un γένος (30 γεννῆται faisaient un γένος, 30 γένη une φρατρία, 3 φρατρίαι une φυλή).
Étymologie: γεννάω ; cf. γεννητής.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): γεννέτης Hdn.Epim.165
1 miembro de un γένος, en Atenas miembro de uno de los treinta clanes originarios τοὺς γεννήτας καὶ τοὺς συγγενεῖς Pl.Lg.878d, εἰς τοὺς γεννήτας καὶ εἰς τοὺς φράτερας ἐνέγραψε Is.7.13, cf. 7.15, D.59.55, 60, IG 22.1229.5 (IV a.C.), Arist.Ath.fr.5, cf. Iren.Gr. en Erot.Fr.60, Harp., Hsch.
llamados tb. ὁμογάλακτες Philoch.35, Poll.8.111 (aunque algunos lexicógrafos tb. los identifican c. φράτορες Sch.Pl.Cri.51e, AB 231.24, y c. συγγενεῖς v. infra)
c. gen. del ancestro Διὸς ἑρκείου γεννῆται D.57.67
p. ext. miembro adoptivo de la familia σοὶ ... ὄντι γεννήτῃ τῶν θεῶν del iniciado en los misterios, Pl.Ax.371d.
2 pariente, consanguíneo οὐδὲ γεννήτην δύναμ' εὑρεῖν οὐδένα ὄντων τοσούτων Men.Col.fr.5, cf. Hsch., AB 231.24, Sud., Sch.Pl.Cri.51e.

Greek Monolingual

γεννήτης, ο (Α) γέννα
(συνήθως σε πληθ.) oἱ γεννῆται
μέλη τών γενών, οι κατά γένος συγγενείς στην Αθήνα.

Russian (Dvoretsky)

γεννήτης: ου ὁ родитель, глава семейства, геннет (из 30 геннетов состоял γένος, из 30 γένη - φρατρία, из 3 φρατρίαι - φύλη) Plat., Isae., Dem., Arst.