διαβαδίζω: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαβᾰδίζω:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περνάω]] δια μέσου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] εδώ και [[εκεί]], [[περνοδιαβαίνω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''διαβᾰδίζω:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περνάω]] δια μέσου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] εδώ και [[εκεί]], [[περνοδιαβαίνω]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαβᾰδίζω:''' <b class="num">1)</b> переходить (ἐπὶ ξύλων διαβαδίσαντες Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> выходить на прогулку ([[οἴκοθεν]] διαβαδιῶν - v. l. διαβαδίσων Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι, later
A -ιῶ Luc.Dem.Enc.1, -βαδίσω D.C. 37.53:—go across, Th.6.101, Gal.6.185. 2 walk to and fro, App.BC1.25, Luc. l.c.: in pres. Med., Them.Or.21.253a.
Greek (Liddell-Scott)
διαβᾰδίζω: μέλλ. -ιοῦμαι, μεταγεν. -ιῶ Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 1 ˙-διαβαίνω εἰς τὸ πέραν, «περνῶ», Θουκ. 6. 101. 2) βαδίζω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 25, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. οὕτως ἐν τῷ μεσ. ἐνεστ., Θεμίστ, 253Α.
French (Bailly abrégé)
1 aller à travers, traverser;
2 aller et venir, parcourir en allant et venant.
Étymologie: διά, βαδίζω.
Spanish (DGE)
1 transitar, pasar ἐπ' αὐτῶν διαβαδίσαντες pasando sobre ellos (tablones sobre una zona pantanosa), Th.6.101, κατὰ τὴν ὁδόν Hecat.Abd.21.202, cf. D.C.37.53.2.
2 pasear ἄχρι τῆς δεξαμενῆς Gal.6.185, cf. Luc.Dem.Enc.1, App.BC 1.25, Ach.Tat.1.16.1
•c. ac. int. διεβαδίζομεν τοὺς ὀρχάτους paseábamos por los jardines Ach.Tat.5.17.3
•en v. med. mismo sent. ἐν ἀγορᾷ Them.Or.21.253a.
Greek Monolingual
διαβαδίζω (Α)
1. περνώ
2. βαδίζω όχι κατ' ευθείαν, αλλά εδώ κι εκεί.
Greek Monotonic
διαβᾰδίζω: μέλ. -ιοῦμαι,
1. περνάω δια μέσου, σε Θουκ.
2. βαδίζω εδώ και εκεί, περνοδιαβαίνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαβᾰδίζω: 1) переходить (ἐπὶ ξύλων διαβαδίσαντες Thuc.);
2) выходить на прогулку (οἴκοθεν διαβαδιῶν - v. l. διαβαδίσων Luc.).