δεξιόσειρος: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεξιόσειρος:''' ὁ, ζευγμένος με [[χαλινάρι]] στη [[δεξιά]] [[πλευρά]], λέγεται για το τρίτο [[άλογο]] που υπήρχε [[εκτός]] του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, [[ζωηρός]], [[θυμοειδής]], [[ορμητικός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''δεξιόσειρος:''' ὁ, ζευγμένος με [[χαλινάρι]] στη [[δεξιά]] [[πλευρά]], λέγεται για το τρίτο [[άλογο]] που υπήρχε [[εκτός]] του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, [[ζωηρός]], [[θυμοειδής]], [[ορμητικός]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεξιόσειρος:''' ὁ (sc. [[ἵππος]]) правая пристяжная лошадь (самая сильная в запряжке четверкой); перен. могучий, мощный (эпитет Арея) Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἵππος, ὁ,
A right-hand trace-horse in team of four, which did the hardest work: hence, generally, vigorous, impetuous, S.Ant.140 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 547] ἵππος, das Pferd im Viergespann, welches nicht wie die beiden mittleren am Joch, sondern am Seil (σειρά) zog; es wurden dazu die besten Pferde genommen, weil in der Rennbahn linkshin umgelenkt wurde, das rechte Pferd also den größten Bogen machen mußte; so heißt Ἄρης Soph. Ant. 140, als muthiger u. kräftiger Genosse.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj.
qui est à la droite d’un attelage en parl. d’un 3ᵉ cheval à la droite de la paire attelée, et qui, n’étant pas assujetti au joug, était plus ardent ; ardent, impétueux (avec l’idée de dieu propice, au double sens de δεξιός, en parl. d’Arès.
Étymologie: δεξιός, σειρά.
Spanish (DGE)
-ον
auxiliador, socorredor o quizá impetuoso, vigoroso Ἄρης S.Ant.140, cf. Sch.ad loc.
•(sc. ἵππος) el caballo de tirantes situado a la derecha en un tronco de cuatro, el que más esfuerzo realiza, Plu.2.287a
•mal interpr. como diestro Eust.675.41.
Greek Monolingual
δεξιόσειρος, ο (Α)
1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά του τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ' αυτόν, σε σκοινί
2. ορμητικός, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -σειρος < σειρά.
Greek Monotonic
δεξιόσειρος: ὁ, ζευγμένος με χαλινάρι στη δεξιά πλευρά, λέγεται για το τρίτο άλογο που υπήρχε εκτός του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, ζωηρός, θυμοειδής, ορμητικός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δεξιόσειρος: ὁ (sc. ἵππος) правая пристяжная лошадь (самая сильная в запряжке четверкой); перен. могучий, мощный (эпитет Арея) Soph.