διεξελέγχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεξελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανασκευάζω]] ολοκληρωτικά, [[αναιρώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διεξελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανασκευάζω]] ολοκληρωτικά, [[αναιρώ]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεξελέγχω:''' Plut., Luc. = [[διελέγχω]] 1.
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξελέγχω Medium diacritics: διεξελέγχω Low diacritics: διεξελέγχω Capitals: ΔΙΕΞΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: diexelénchō Transliteration B: diexelenchō Transliteration C: diekselegcho Beta Code: diecele/gxw

English (LSJ)

   A refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.

German (Pape)

[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.

French (Bailly abrégé)

réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.

Spanish (DGE)

1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.

Greek Monolingual

διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.

Greek Monotonic

διεξελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω ολοκληρωτικά, αναιρώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεξελέγχω: Plut., Luc. = διελέγχω 1.