διπλάζω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διπλάζω:''' = [[διπλασιάζω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διπλασιάζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., τὸ διπλάζον [[κακόν]], το [[δύο]] ειδών [[κακό]], το διπλάσιο [[κακό]], σε Σοφ. | |lsmtext='''διπλάζω:''' = [[διπλασιάζω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διπλασιάζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., τὸ διπλάζον [[κακόν]], το [[δύο]] ειδών [[κακό]], το διπλάσιο [[κακό]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διπλάζω:''' <b class="num">1)</b> удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται [[τιμά]] τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;<br /><b class="num">2)</b> быть двойным (τό διπλάζον [[κακόν]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A = διπλασιάζω, double, φόρον And.4.11 (s. v. l.), Alex.122: —Pass., to be doubled, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμά E.Supp. 781 (lyr.), cf. Men.319.10. II intr., to be twofold or double, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακόν S.Aj.268.
Greek (Liddell-Scott)
διπλάζω: διπλασιάζω, Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268.
French (Bailly abrégé)
être double.
Étymologie: δίπλαξ.
Spanish (DGE)
(δῐπλάζω)
• Morfología: [v. med. aor. opt. 2a sg. διπλάσσαιο Nic.Th.79]
I tr.
1 duplicar, doblar en tamaño ἕκαστον κῶλον ... τάφου Trag.Adesp.166.3, en valor, Alex.127, en número, Nic.l.c., cf. Ath.Al.M.25.528A, διπλάζειν τὴν δεξιάν hacer dos movimientos hacia la derecha Simp.in Cael.419.34
•en v. pas. ser doblado, verse duplicado τιμά E.Supp.781, κακόν Men.Fr.264.10.
2 gram. geminar una consonante, Eust.335.38, cf. 494.3.
3 mat. multiplicar por dos Hero Stereom.1.31.
II intr. ser doble τό τοι διπλάζον ... μεῖζον κακόν doble mal es mayor mal S.Ai.268.
Greek Monolingual
και διπλιάζω (AM διπλάζω)
διπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω].
Greek Monotonic
διπλάζω: = διπλασιάζω·
I. διπλασιάζω, σε Ευρ.
II. αμτβ., τὸ διπλάζον κακόν, το δύο ειδών κακό, το διπλάσιο κακό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διπλάζω: 1) удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται τιμά τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;
2) быть двойным (τό διπλάζον κακόν Soph.).