δνοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δνοφώδης:''' -ες, = [[δνοφερός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δνοφώδης:''' -ες, = [[δνοφερός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δνοφώδης:''' поздн. Plut. [[γνοφώδης]] 2 темный, мрачный Eur.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοφώδης Medium diacritics: δνοφώδης Low diacritics: δνοφώδης Capitals: ΔΝΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: dnophṓdēs Transliteration B: dnophōdēs Transliteration C: dnofodis Beta Code: dnofw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = δνοφερός, E.Tr.79 (as Dind. for γνοφώδη), Hp.Morb.Sacr.16; later γνοφ- (q. v.).

German (Pape)

[Seite 651] ες, dunkel, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ δνόφος, γνόφος, πρὸς τὰ κνέφας, ζόφος, ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ νέφος, ἴδε Κούρτ. σ. 657).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες

• Alolema(s): frec. γνοφ-; γνοφοειδής Ant.Diog.Fr.Pap.Dub.43

• Morfología: [jón. neutr. plu. no contr. δνοφώδεα Hp.Morb.Sacr.13]
nublado, caliginoso, oscuro Ζεὺς ... πέμψει δνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα E.Tr.79, νεφέλη γ. ἐπ' ὄρους LXX Ex.19.16, ταῦτα ... καὶ ἔκ τε λαμπρῶν δνοφώδεα γίνεται Hp.l.c., cf. Plu.2.949a, Ant.Diog.l.c.
subst. τὸ γνοφωδέστατον la oscuridad extrema Tz.Ex.111.13L.
tenebroso ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γ. LXX Pr.7.9, cf. Ph.2.109, δύναμις Mac.Aeg.Serm.B 4.94.

Greek Monolingual

δνοφώδης, -ες (Α) δνόφος
σκοτεινός, μαύρος.

Greek Monotonic

δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δνοφώδης: поздн. Plut. γνοφώδης 2 темный, мрачный Eur.