δίσκηπτρος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίσκηπτρος:''' -ον ([[σκῆπτρον]]), αυτός που έχει [[δύο]] σκήπτρα, [[δίθρονος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δίσκηπτρος:''' -ον ([[σκῆπτρον]]), αυτός που έχει [[δύο]] σκήπτρα, [[δίθρονος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίσκηπτρος:''' двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).
German (Pape)
[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.
Greek (Liddell-Scott)
δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.
Spanish (DGE)
-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.
Greek Monolingual
δίσκηπτρος, -ον (Α)
δίθρονος, δικρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκήπτρον].
Greek Monotonic
δίσκηπτρος: -ον (σκῆπτρον), αυτός που έχει δύο σκήπτρα, δίθρονος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δίσκηπτρος: двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).