διχογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐχογνώμων:''' ὁ, ἡ ([[γνώμη]]), αυτός που διχάζεται [[μεταξύ]] [[δύο]] αποφάσεων, γνώμεων, [[δίγνωμος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δῐχογνώμων:''' ὁ, ἡ ([[γνώμη]]), αυτός που διχάζεται [[μεταξύ]] [[δύο]] αποφάσεων, γνώμεων, [[δίγνωμος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διχογνώμων:''' 2, gen. ονος колеблющийся между двумя мнениями ([[ἀμφίδοξος]] καὶ δ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχογνώμων Medium diacritics: διχογνώμων Low diacritics: διχογνώμων Capitals: ΔΙΧΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: dichognṓmōn Transliteration B: dichognōmōn Transliteration C: dichognomon Beta Code: dixognw/mwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος,

   A divided between two opinions, Plu.2.11c. Adv. -γνωμόνως Poll.8.154.

German (Pape)

[Seite 646] ον, von verschiedener Meinung, uneins, unschlüssig, Plut. ed lib. 14; adv., Poll. 8, 153.

Greek (Liddell-Scott)

διχογνώμων: ὁ, ἡ, ὁ διῃρημένος μεταξὺ δύο γνωμῶν, Πλούτ. 2. 11C.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
partagé entre deux avis contraires.
Étymologie: δίχα, γνώμη.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que duda entre dos opiniones περὶ δὲ τοῦ ῥηθήσεσθαι μέλλοντος ἀμφίδοξός εἰμι καὶ δ. Plu.2.11c, glos. a δίφροντις Sch.A.Ch.196a.
2 disidente Poll.8.154.
II adv. -όνως de manera discordante Poll.8.154.

Greek Monolingual

διχογνώμων, -ον (Α)
διχόγνωμος.

Greek Monotonic

δῐχογνώμων: ὁ, ἡ (γνώμη), αυτός που διχάζεται μεταξύ δύο αποφάσεων, γνώμεων, δίγνωμος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διχογνώμων: 2, gen. ονος колеблющийся между двумя мнениями (ἀμφίδοξος καὶ δ. Plut.).