ἐγκονίομαι: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκονίομαι:''' Μέσ., ([[κονίω]]), [[ρίχνω]] πάνω μου [[σκόνη]] [[πριν]] την [[πάλη]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐγκονίομαι:''' Μέσ., ([[κονίω]]), [[ρίχνω]] πάνω μου [[σκόνη]] [[πριν]] την [[πάλη]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκονίομαι:''' посыпать себя песком (после умащивания) Xen., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Med., (κονίω)
A sprinkle sand over oneself after anointing, and before wrestling, X.Smp.3.8:—Pass., Luc.Am.45; to be in the dust, prob. l. in Hp.Vict.3.76.
German (Pape)
[Seite 709] med., sich im Sande wälzen; Xen. Symp. 3, 8; Luc. Amor. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκονίομαι: μέσ. (κονίω) κυλίομαι εἰς τὴν κόνιν μετὰ τὸ ἄλειμμα, δηλ. πρὸ τῆς πάλης, Ξεν. Συμπ. 3. 8, Λουκ. Ἔρωτ. 45.
French (Bailly abrégé)
se couvrir de poussière (avant la lutte).
Étymologie: ἐν, κόνις.
Spanish (DGE)
cubrirse de polvo ἐγκονιόμενος δὲ χριέσθω dénsele fricciones cubierto de polvo Hp.Vict.3.76
•echarse polvo encima los atletas para la competición, irón. ἴσως ἄν ... Αὐτολύκῳ ... ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι quizá le llegaría a Autólico para echarse polvo encima de una extensión de tierra muy pequeña, X.Smp.3.8
•llenarse de polvo los atletas al competir ἐγκονίεται τὸ σῶμα el cuerpo se cubre de polvo Luc.Am.45, cf. Philostr.VA 8.18.
Greek Monolingual
ἐγκονίομαι (Α)
κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐγκονίομαι: Μέσ., (κονίω), ρίχνω πάνω μου σκόνη πριν την πάλη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκονίομαι: посыпать себя песком (после умащивания) Xen., Luc.