ἐγκαταπλέκω: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκαταπλέκω:''' μέλ. <i>-πλέξω</i>, [[συμπλέκω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐγκαταπλέκω:''' μέλ. <i>-πλέξω</i>, [[συμπλέκω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκαταπλέκω:''' вплетать, втыкать (ἧλοι ἐγκαταπεπλεγμένοι ἐν τῷ πλοκάμῳ Xen.; τὰς ἀκάνθας δι᾽ [[ἀλλήλων]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A interweave, entwine, ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.Cyn.9.12.
German (Pape)
[Seite 706] einflechten, einfügen; Xen. Cyn. 9, 12 u. Sp., wie Plut. sol. an. 35 p. 200, καὶ συνείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπλέκω: μέλλ. -πλέξω, ἐνυφαίνω, συμπλέκω, περιπλέκω, Ξεν. Κυν. 9. 12.
French (Bailly abrégé)
entrelacer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταπλέκω.
Spanish (DGE)
entrelazar, entramar τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada X.Cyn.9.12
•fig., en el discurso entremezclar, combinar ὀνόματα D.H.Comp.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.Sent.2.2.
Greek Monolingual
ἐγκαταπλέκω (Α)
συμπλέκω, ενυφαίνω.
Greek Monotonic
ἐγκαταπλέκω: μέλ. -πλέξω, συμπλέκω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπλέκω: вплетать, втыкать (ἧλοι ἐγκαταπεπλεγμένοι ἐν τῷ πλοκάμῳ Xen.; τὰς ἀκάνθας δι᾽ ἀλλήλων Plut.).