εἰσθλίβω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσθλίβω]] (Α)<br />[[πιέζω]] κάποιον [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]].
|mltxt=[[εἰσθλίβω]] (Α)<br />[[πιέζω]] κάποιον [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσθλίβω:''' (ῑ) вдавливать, втискивать Plut.
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσθλίβω Medium diacritics: εἰσθλίβω Low diacritics: εισθλίβω Capitals: ΕΙΣΘΛΙΒΩ
Transliteration A: eisthlíbō Transliteration B: eisthlibō Transliteration C: eisthlivo Beta Code: ei)sqli/bw

English (LSJ)

[ῑ], prob.

   A f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.

German (Pape)

[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.

French (Bailly abrégé)

part. prés. Pass. εἰσθλιβομένον;
faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.
Étymologie: εἰς, θλίβω.

Spanish (DGE)

aplastar ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.Or.15.197a.

Greek Monolingual

εἰσθλίβω (Α)
πιέζω κάποιον ανάμεσα σε δύο σημεία.

Russian (Dvoretsky)

εἰσθλίβω: (ῑ) вдавливать, втискивать Plut.