εἰσθλίβω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσθλίβω]] (Α)<br />[[πιέζω]] κάποιον [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]]. | |mltxt=[[εἰσθλίβω]] (Α)<br />[[πιέζω]] κάποιον [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσθλίβω:''' (ῑ) вдавливать, втискивать Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], prob.
A f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.
German (Pape)
[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.
French (Bailly abrégé)
part. prés. Pass. εἰσθλιβομένον;
faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.
Étymologie: εἰς, θλίβω.
Spanish (DGE)
aplastar ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.Or.15.197a.
Greek Monolingual
εἰσθλίβω (Α)
πιέζω κάποιον ανάμεσα σε δύο σημεία.
Russian (Dvoretsky)
εἰσθλίβω: (ῑ) вдавливать, втискивать Plut.