ἐλάσιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλάσιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με [[άρμα]] συρόμενο από άλογα, ο [[αρματηλάτης]], [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του ήλιου)<br />[[ιππηλάτης]], [[αρματηλάτης]].
|mltxt=[[ἐλάσιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με [[άρμα]] συρόμενο από άλογα, ο [[αρματηλάτης]], [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του ήλιου)<br />[[ιππηλάτης]], [[αρματηλάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάσιππος:''' (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде ([[ἔθνος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάσιππος Medium diacritics: ἐλάσιππος Low diacritics: ελάσιππος Capitals: ΕΛΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: elásippos Transliteration B: elasippos Transliteration C: elasippos Beta Code: e)la/sippos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A horse-driving, horse-riding, knightly, Pi.P.5.85; ἁμέρα Lyr.Adesp.97; of the sun, Orph.H.8.18.

German (Pape)

[Seite 789] Rosse treibend, beritten; ἔθνος Pind. P. 5, 85; Orph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάσιππος: -ον, ἱππηλάτης, Πινδ. Π. 5. 114· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 18· πρβλ. ἱππελάτης.

English (Slater)

ἐλᾰσιππος
   1 horse-driving τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται (P. 5.85)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
que guía, conductor de troncos de caballos, conductor de carros, ἔθνος de los de Cirene, Pi.P.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων Orph.H.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos, Lyr.Adesp.92.2.

Greek Monolingual

ἐλάσιππος, -ον (Α)
1. ιππηλάτης, αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με άρμα συρόμενο από άλογα, ο αρματηλάτης, ιππικός
2. (επίθ. του ήλιου)
ιππηλάτης, αρματηλάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάσιππος: (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде (ἔθνος Pind.).