ἐνδοιάσιμος: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδοιάσιμος:''' -ον, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐνδοιάσιμος:''' -ον, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνδοιάσιμος:''' сомнительный, спорный: οὐκ ἔτ᾽ ἐνδοιάσιμα τὰ σά Luc. в твоем успехе нельзя больше сомневаться. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4.
German (Pape)
[Seite 835] zweifelhaft, unentschieden, Luc. Scyth. 11; – ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιάσιμος: -ον, ἀμφίβολος, Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 dudoso εἴ τι πρότερον ἐνδοιάσιμον ἦν αὐτῷ περὶ τὴν τεκνοκτονίαν I.AI 16.392, cf. Luc.Scyth.11.
2 adv. -ως dubitativamente οὐκ ἐ. εἶχε περὶ τῆς τῶν παίδων εἰς αὐτὸν ἐπιβουλῆς no tenía ninguna duda acerca de la conspiración de sus hijos contra él I.AI 16.319.
Greek Monolingual
ἐνδοιάσιμος, -ο (Α)
αμφίβολος, αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.
Greek Monotonic
ἐνδοιάσιμος: -ον, αμφίβολος, αβέβαιος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδοιάσιμος: сомнительный, спорный: οὐκ ἔτ᾽ ἐνδοιάσιμα τὰ σά Luc. в твоем успехе нельзя больше сомневаться.