ἐμβαθύνω: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐμβαθύνω]])<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] [[βαθιά]], [[βαθουλώνω]], [[κοιλαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κατανοώ]] με προσεκτική [[μελέτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] βαθύτερο ή πλατύτερο<br /><b>2.</b> (για [[κακία]]) βυθίζομαι, [[υποκύπτω]]. | |mltxt=(AM [[ἐμβαθύνω]])<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] [[βαθιά]], [[βαθουλώνω]], [[κοιλαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κατανοώ]] με προσεκτική [[μελέτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] βαθύτερο ή πλατύτερο<br /><b>2.</b> (για [[κακία]]) βυθίζομαι, [[υποκύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμβᾰθύνω:''' досл. углублять, перен. глубоко внедрять (τὴν κακίαν ἑαυτῷ Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A make deep, hollow out, βόθρια Alciphr.3.13; cause to sink deep in, κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e. II intr., go deep into, τοῖς νόμοις, ταῖς ἐπιστήμαις, Ph.1.18,341; sink deep in, εἰς κάθισιν LXX Je.30.8 (49.30).
German (Pape)
[Seite 803] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβᾰθύνω: κάμνω τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ εἰς βάθος, ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., εἰσέρχομαι βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
rendre profond, creuser.
Étymologie: ἐν, βαθύνω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 excavar, cavar βοθρία Alciphr.2.10.1, ἐμβαθύνοντες αὔλακας trazando surcos Chrys.M.50.708.
2 hundir ἐμβαθῦναι ταῖς πλευραῖς τὸ ἔγχος Eust.854.35
•fig., c. ac. de abstr. hundir en lo más profundo, interiorizar ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e, ἑκάστῃ λέξει τοῦ ψαλμοῦ τὸν νοῦν ἐμβαθύνας Eus.DE 10.8, βουλόμενος ... ἐμβαθῦναι τὴν πίστιν αὐτῶν ὁ Χριστός Chrys.M.59.296, cf. Ast.Soph.Hom.21.33.
3 lit. incluir, encajar ἐμβαθῦναι τὴν ... Πηνελόπην τῷ σχηματισμῷ τοῦ νοήματος en una interpretación alegórica de la Odisea, Eust.1808.4.
II intr.
1 penetrar, hundirse ὁ ποῦς ... ἐμβαθύνει εἰς τὴν ἰλύν el pie se hunde en el barro Phlp.in de An.588.37, cf. Eust.767.11
•tb. en v. med. ἵν' ὑετοὶ ... ἐμβαθυνόμενοι καρποφορίαν ἀποδόσωσιν Ath.Al.M.28.148B.
2 fig. sumergirse, profundizar en, tratar o reflexionar en profundidad acerca de c. dat. de abstr. τοῖς νόμοις Ph.1.18, αὐταῖς (ταῖς ἐπιστήμαις) Ph.1.341, τῷ λόγῳ Origenes M.12.56D, cf. Gr.Nyss.Apoll.233.16, τοῖς σκυθρωποῖς Gr.Nyss.Flacill.482.27, τοῖς περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος δόγμασι Cyr.Al.M.77.1241A
•crist. peyor. enfrascarse en, estar inmerso en c. dat. de abstr. τῇ κακίᾳ Basil.M.29.313A, ταῖς ματαίαις ἐπιθυμίαις Gr.Nyss.Eun.3.2.91, cf. M.44.1223D, ταῖς σωματικαῖς ἀσχολίαις Procop.Gaz.M.87.1673B
•c. giro prep. ἐν μυρίαις φροντίσι ... τῆς ψυχῆς ἐμβαθυνούσης Gr.Nyss.M.44.1168C, cf. M.60.698.
Greek Monolingual
(AM ἐμβαθύνω)
1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω
2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη
αρχ.
1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο
2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβᾰθύνω: досл. углублять, перен. глубоко внедрять (τὴν κακίαν ἑαυτῷ Plut.).