ἐνοίκησις: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνοίκησις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] σε [[τόπο]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐνοίκησις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] σε [[τόπο]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνοίκησις:''' εως ἡ заселение, вселение (ἡ [[παράνομος]] ἐ. Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dwelling in a place, Th.2.17, D.H.2.1. II right of occupation, οἴκου BGU1115.39 (i B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 849] ἡ, das Bewohnen, Thuc. 2, 17 u. Sp., wie D. Hal. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοίκησις: -εως, ἡ, τὸ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 2. 17, Διον. Ἁλ., κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
résidence, séjour.
Étymologie: ἐνοικέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1ocupación de un lugar donde habitar, ref. a colect. colonización, fundación παράνομος ἐ. Th.2.17, εἰς ἐνοίκησιν αὐτῷ διδόναι χωρίον darle a éste un territorio para poblarlo I.AI 17.24, τῷ παιδὶ πόλεις τέ τινας ἐς ἐνοίκησιν ... δοῦναι App.Mith.6, ἡ πάλαι ποτὲ αὐτῶν ἐ. ref. a Sicilia, D.H.2.1, πλουσίων πόλεων ἐνοικήσεις Sch.Pi.N.1.16a.
2 ref. a individuos presencia, estancia, residencia Πέλοπος ... τῆς παρ' ἡμῖν ἐνοικήσεως σημεῖα Paus.5.13.7, ὄνομα δὲ καὶ νῦν ἔτι διὰ τὴν τοῦ Τιβερίου ἐνοίκησιν ἔχουσα de una ciu. que todavía hoy tiene renombre porque Tiberio residió en ella D.C.52.43.2.
3 crist., c. rég. de gen. o constr. prep. y ac. acción de instalarse dentro de o habitar en, ref. a la unión o presencia de Dios o el Espíritu Santo, en Cristo ἡ κατά σε ἐ. Ps.Caes.127.12, negada en los Apóstoles, Thdr.Heracl.Io.261, ref. a la fundación de la Iglesia καινὴν κτίσιν ἐκάλεσε ... ἐνοίκησιν τοῦ ἁγίου πνεύματος Gr.Nyss.Instit.61.19
•posesión del hombre por demonios τὴν εἰς τοὺς ἑαυτοῖς ἐπιτηδείους ἐνοίκησιν οἱ δαίμονες ἴσχουσιν Apoll.Mt.74.6.
II jur. y econ. derecho de habitación, derecho al usufructo de una vivienda ἔχει τὴν ἐνοίκησιν τοῦ τε οἴκου καὶ τῆ[ς] προστάδος BGU 1115.39 (I a.C.), cf. POxy.104.15 (I d.C.), frec. en contratos de préstamo en sustitución de los intereses ὁμολογία ἐνοικήσεως PMich.Teb.121ue.1.12, cf. PFouad 56.13, PMich.585.15, PThomas 4.15 (todos I d.C.), τέλος θέσεως ἐνοικήσεως καὶ ἀνανεώσεως PMich.625.3, cf. POsl.118.3, SB 15849.6 (todos II d.C.).
Greek Monotonic
ἐνοίκησις: -εως, ἡ, διαμονή σε τόπο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοίκησις: εως ἡ заселение, вселение (ἡ παράνομος ἐ. Thuc.).