ἐπιμωμητός: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμωμητός:''' -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπιμωμητός:''' -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμωμητός:''' дор. [[ἐπιμωματός|ἐπιμωμᾱτός]] 3 достойный порицания ([[ἔρις]] Hes.: [[ἔργον]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 20:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμωμητός Medium diacritics: ἐπιμωμητός Low diacritics: επιμωμητός Capitals: ΕΠΙΜΩΜΗΤΟΣ
Transliteration A: epimōmētós Transliteration B: epimōmētos Transliteration C: epimomitos Beta Code: e)pimwmhto/s

English (LSJ)

Dor.ἐπιμωμ-ᾱτός, ή, όν,

   A blameworthy, [ἔρις] Hes.Op.13; ἔργον Theoc.26.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμωμητός: -ή, -όν, ἀξιόμεμπτος, ἔρις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· ἔργον Θεόκρ. 26. 38.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmé.
Étymologie: ἐπιμωμάομαι.

Greek Monolingual

ἐπιμωμητός, -ή, -όν (Α) επιμωμώμαι
αξιόμεμπτος.

Greek Monotonic

ἐπιμωμητός: -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμωμητός: дор. ἐπιμωμᾱτός 3 достойный порицания (ἔρις Hes.: ἔργον Theocr.).