ἐπιδιαβαίνω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιδιαβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[διαβαίνω]] ύστερα από κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπ.τάφρον</i>, σε Θουκ.· <i>ποταμόν</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιδιαβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[διαβαίνω]] ύστερα από κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπ.τάφρον</i>, σε Θουκ.· <i>ποταμόν</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδιαβαίνω:''' (fut. ἐπιδιαβήσομαι) воен. (вслед за кем-л.) переправляться, переходить (ποταμόν Her.; τάφρον Thuc.): ἐ. ἐπί τινα Polyb. переправиться для того, чтобы напасть на кого-л.; φεύγουσι διώξαντες ἐπιδιέβαινον Xen. преследуя бегущих, они совершили переправу. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A cross over after another, Hdt.4.122, 6.70; ἐ. τάφρον Th.6.101; [ποταμόν] X.HG5.3.4, etc.; ἐ. ἐπί τινα, τινί, cross a river to attack an enemy, force the passage, Plb.3.14.8, Str.2.5.8, cf. D.C. 60.21. II. pass all bounds, ταῖς ἐλπίσιν J.AJ15.7.9. 2. spread, of diseases, ἄχρι τῆς καρδίας Gal.8.297; ἐπὶ γόνατα Aët.12.2.
German (Pape)
[Seite 937] (s. βαίνω), noch dazu, nach einem Andern übergehen, übersetzen; διαβάντων δὲ τούτων τὸν ποταμόν, οἱ Πέρσαι ἐπιδιαβάντες ἐδίωκον Her. 4, 122; 6, 70; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 4; τάφρον Thuc. 6, 101. – Gegen Einen übersetzen, ἐπὶ τοὺς βαρβάρους Pol. 3, 14, 8, öfter; τινί, Strab. II, 116 u. a. Sp.; auch übertr., ἐπιδιέβαινε ταῖς ἐλπίσι καὶ μικρὸν οὐδὲν ἐπενόει Ios.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιδιαβήσομαι;
1 traverser après qqn (un fleuve, un fossé, etc.) acc.;
2 traverser pour marcher contre.
Étymologie: ἐπί, διαβαίνω.
Greek Monolingual
ἐπιδιαβαίνω (Α)
1. περνώ μετά από κάποιον άλλον («ἐπιδιαβάντες δέ οἱ Λακεδαιμόνιοι», Ηρόδ.)
2. φρ. «ἐπιδιαβαίνω τινὶ ἡ ἐπί τινα» περνώ ποταμό για να επιτεθώ στον εχθρό.
Greek Monotonic
ἐπιδιαβαίνω: μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω ύστερα από κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.· ἐπ.τάφρον, σε Θουκ.· ποταμόν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαβαίνω: (fut. ἐπιδιαβήσομαι) воен. (вслед за кем-л.) переправляться, переходить (ποταμόν Her.; τάφρον Thuc.): ἐ. ἐπί τινα Polyb. переправиться для того, чтобы напасть на кого-л.; φεύγουσι διώξαντες ἐπιδιέβαινον Xen. преследуя бегущих, они совершили переправу.