ἐπιχείρησις: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχείρησις:''' -εως, ἡ, στρατιωτική [[επιχείρηση]], [[επίθεση]], [[προσβολή]], σε Ηρόδ., σε Θουκ.· <i>ἐπ. ποιεῖσθαί τινος</i>, [[επιχειρώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιχείρησις:''' -εως, ἡ, στρατιωτική [[επιχείρηση]], [[επίθεση]], [[προσβολή]], σε Ηρόδ., σε Θουκ.· <i>ἐπ. ποιεῖσθαί τινος</i>, [[επιχειρώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχείρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> попытка, начинание, мероприятие (δι᾽ ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται Thuc.): ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν Her. выдать (чей-л.) замысел;<br /><b class="num">2)</b> покушение, нападение (τινι Her.): ἡ ὑμετέρα ἐ. Thuc. нападение на вас;<br /><b class="num">3)</b> лог. диалектическое умозаключение, аргументация Arst., Polyb., Sext.: πολλὰς ἐπιχειρήσεις [[διδόναι]] εἴς τι Plat. давать повод к многим спорам о чем-л.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχείρησις Medium diacritics: ἐπιχείρησις Low diacritics: επιχείρησις Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epicheírēsis Transliteration B: epicheirēsis Transliteration C: epicheirisis Beta Code: e)pixei/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A an attempt upon, attack, Hdt.1.11, Th.2.11(pl.), 4.130 ; ἡ ἐ. τινος ἐπί τινας Act.Ap.12.1 cod. D ; τὴν ἐ. μὴ συντάχυνε the attempt, Hdt.3.71 ; ἐκφέρειν τὴν ἐ. Id.8.132 ; ἐ. ποιεῖσθαί τινος attempt a thing, Th.1.70 ; ἡ ὑμετέρα ἐ. the attempt upon you, ib.33 ; ἡ ἐ. τοῦ σῶσαι Pl.Alc.1.115b, cf. Lg. 631a.    II dialectical reasoning (cf. ἐπιχείρημα II), Arist.Top.111b16, al.; τὴν ἐ. ποιεῖσθαι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον Plb.12.7.4, cf. Phld.Sign. 29 (pl.), D.H.Amm.1.8, Plu.2.698a, S.E.P.2.192 (pl.); τὰ ἐφ' ἑκάτερα τὴν ἐ. δεχόμενα things capable of proof or disproof, Hermog. Prog.5.

German (Pape)

[Seite 1003] ἡ, das Unternehmen, Beginnen, dem ὁρμή entsprechend, Her. 1, 11. 3, 71; Verschwörung, 7, 132; Angriff, ἡ ὑμετέρα, auf euch, Thuc. 1, 33 u. öfter; λόγου Plat. Ep. VIII, 352 e Soph. 239 c u. sonst; ἐπιχείρησιν διδόναι εἴς τι, Veranlassung zu Etwas geben, Plut. Mar. 1;, – die Art u. Weise, einen Gegenstand zu behandeln, Rhett.; – die Schlußfolgerung, Plut. u. a.Sp.; Beweisführung, Pol. 12, 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχείρησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι ἐναντίον τινός, ἐπίθεσις, Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., ἐπιχείρησις ἐναντίον ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε ἐπιχείρημα), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
entreprise, particul. entreprise militaire, attaque.
Étymologie: ἐπιχειρέω.

Greek Monotonic

ἐπιχείρησις: -εως, ἡ, στρατιωτική επιχείρηση, επίθεση, προσβολή, σε Ηρόδ., σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, επιχειρώ κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχείρησις: εως ἡ1) попытка, начинание, мероприятие (δι᾽ ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται Thuc.): ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν Her. выдать (чей-л.) замысел;
2) покушение, нападение (τινι Her.): ἡ ὑμετέρα ἐ. Thuc. нападение на вас;
3) лог. диалектическое умозаключение, аргументация Arst., Polyb., Sext.: πολλὰς ἐπιχειρήσεις διδόναι εἴς τι Plat. давать повод к многим спорам о чем-л.