ἐρικύμων: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρικύμων:''' [ῡ], -ον ([[κύω]]) αυτός που κυοφορεί [[πολλά]] μικρά και γι' αυτό είναι [[μεγάλος]] σε [[μέγεθος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐρικύμων:''' [ῡ], -ον ([[κύω]]) αυτός που κυοφορεί [[πολλά]] μικρά και γι' αυτό είναι [[μεγάλος]] σε [[μέγεθος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῐκύμων:''' ονος, v. l. [[ἐρικυμάς]], άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ον, (κύω)
A big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.
Greek Monolingual
ἐρικύμων, -ον (Α)
αυτός που εγκυμονεί πολλά έμβρυα, πολύτοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κύμων (< κύμα «κύημα»].
Greek Monotonic
ἐρικύμων: [ῡ], -ον (κύω) αυτός που κυοφορεί πολλά μικρά και γι' αυτό είναι μεγάλος σε μέγεθος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῐκύμων: ονος, v. l. ἐρικυμάς, άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch.