εὐδιεινός: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐδιεινός:''' -ή, -όν, = [[εὔδιος]], σε Πλάτ.· <i>ἐν εὐδιεινοῖς</i>, σε προφυλαγμένα [[σημεία]], σε ασφαλείς τόπους, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐδιεινός:''' -ή, -όν, = [[εὔδιος]], σε Πλάτ.· <i>ἐν εὐδιεινοῖς</i>, σε προφυλαγμένα [[σημεία]], σε ασφαλείς τόπους, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιεινός:''' <b class="num">1)</b> спокойный, тихий, ясный ([[γαλήνη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мягкий, теплый ([[ζέφυρος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> укрытый от ветра, подветренный (τόποι Arst.): ἐν εὐδιεινοῖς Xen., Arst. в укрытых от ветра местах;<br /><b class="num">4)</b> предвещающий ясную погоду ([[σημεῖον]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = εὔδιος, χειμών Hp.Aph.3.12 (v.l.), Plu.in Arat.7 (Comp.); γαλήνη Pl.Lg.919a; τροπαί Arist.HA542b5; ὁ ζέφυρος Id.Pr.943b21, etc.; ἐν εὐδιεινοῖς in sheltered spots, X.Cyn.5.9, Arist.HA 548b21, cf.Mete.347a23 (Comp.), Thphr.HP3.2.5. Adv. -νῶς calmly, gently, ἱλαρῶς καὶ εὐ. παρακελεύειν Hp.Decent.16; later contr. εὐδεινός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1062] = εὔδιος, γαλήνη, heitere Ruhe, Plat. Legg. XI, 919 a; nach VLL. hießen die Tage, in welchen der Eisvogel brütet, εὐδιειναί, vgl. Schol. Ar. Av. 251; so τροπαί, ἔτος, Arist. H. A. 5, 8. 6, 15; χώρα, ein dem Winde nicht ausgesetztes, Strab., wie τόποι εὐδ., den χειμερινοί entgegengesetzt, Arist. meteor. 10, 12; u. den προσήνεμοι, Theophr.; bei Xen. Cyn. 5, 9, ποιούμενος εὐνήν, ὅταν μὲν ᾖ ψύχη, ἐν εὐδιεινοῖς, windstill, Andere erkl. warm. – Adv. übertr., εὐδιεινῶς καὶ ἱλαρῶς, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιεινός: -ή, -όν, = εὔδιος, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247˙ γαλήνη Πλάτ. Νόμ. 919 Α˙ τροπαὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 9˙ ὁ ζέφυρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 31, κτλ.˙ ἐπὶ τόπων, ἐν εὐδιεινοῖς, ἐν τόποις πεφυλαγμένοις ἀπὸ τῶν ἀτμοσφαιρικῶν ματαβολῶν, Ξεν. Κυν. 5. 9, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 7. - Ἐπίρρ. -νῶς, Ἱππ. 25. 15. - Πρβλ. εὐδεινός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
calme, tranquille, serein ; particul. à l’abri du vent ou du mauvais temps ; abrité ; tiède, chaud.
Étymologie: εὐδία.
Greek Monolingual
εὐδιεινός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)
1. εύδιος («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.)
2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» — σε απάνεμα μέρη, Ξεν.).
επίρρ...
εὐδιεινῶς (Α)
με πραότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + επίθημα -εινος, κατά τα φα-εινός, αλε-εινός. Ο τ. ευδεινός είναι μτγν.].
Greek Monotonic
εὐδιεινός: -ή, -όν, = εὔδιος, σε Πλάτ.· ἐν εὐδιεινοῖς, σε προφυλαγμένα σημεία, σε ασφαλείς τόπους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιεινός: 1) спокойный, тихий, ясный (γαλήνη Plat.);
2) мягкий, теплый (ζέφυρος Arst.);
3) укрытый от ветра, подветренный (τόποι Arst.): ἐν εὐδιεινοῖς Xen., Arst. в укрытых от ветра местах;
4) предвещающий ясную погоду (σημεῖον Arst.).