ἐφόλκιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφόλκιον:''' τό ([[ἐφέλκω]]), μικρό [[πλοίο]], [[λέμβος]], [[βάρκα]] πλοίου· μεταφ., [[προσάρτημα]], [[παράρτημα]], σε Ανθ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἐφόλκιον:''' τό ([[ἐφέλκω]]), μικρό [[πλοίο]], [[λέμβος]], [[βάρκα]] πλοίου· μεταφ., [[προσάρτημα]], [[παράρτημα]], σε Ανθ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφόλκιον:''' τό<b class="num">1)</b> буксируемая лодка, шлюпка Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. груз, багаж ([[ὄλπη]] μοι καὶ [[πήρη]] ἐφόλκια Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφόλκιον Medium diacritics: ἐφόλκιον Low diacritics: εφόλκιον Capitals: ΕΦΟΛΚΙΟΝ
Transliteration A: ephólkion Transliteration B: epholkion Transliteration C: efolkion Beta Code: e)fo/lkion

English (LSJ)

τό,

   A small boat towed after a ship, Moschio ap.Ath.5.208f, Plu.Pomp.73, Philostr. VA4.32: pl., Str.2.3.4.    2 generally, appendage, AP7.67 (Leon.), Plu.Pomp.40; of a verse or phrase, Aristid.2.23 J., 330 J.; = sq. 2, Men.Pk.380.    3 rudder, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1121] τό (ἕλκω), 1) das dem Schiffe nachgeschleppte Boot zum Aussetzen aus dem Schiffe, ἐκέλευσε τοὺς ναύτας τὸ ἐφόλκιον παραβαλεῖν Plut. Pomp. 73, das Boot auszusetzen; Demetr. 17 u. A. – Hesych. erkl. auch πηδάλιον. – 2) was man mit sich führt, Reisegeräth, Gepäck, ὄλπη μοι καὶ πήρη ἐφόλκια sagt Diogenes zu Charon, Leon. Tar. 59 (VII, 67); vgl. B. A. 257.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφόλκιον: τό, (ἐφέλκω) μικρὸν πλοῖον, λέμβος, παρὰ τὸ ἕλκεσθαι ὑπὸ τῶν μεγάλων πλοίων, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F, Πλουτ. Πομπ. 73, κτλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 369. 2) καθόλου, τὸ ἔκ τινος ἐξαρτώμενον, Ἀνθ. Π. 7. 67, Πλουτ. Πομπ. 40., 2. 476Α, πρβλ. Α. Β. 257. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐφόλκιον· διὰ τοῦ ῑ τὸ πηδάλιον, ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 gouvernail;
2 chaloupe qu’un gros navire traîne après soi.
Étymologie: ἐφολκός.

Greek Monotonic

ἐφόλκιον: τό (ἐφέλκω), μικρό πλοίο, λέμβος, βάρκα πλοίου· μεταφ., προσάρτημα, παράρτημα, σε Ανθ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφόλκιον: τό1) буксируемая лодка, шлюпка Plut.;
2) pl. груз, багаж (ὄλπη μοι καὶ πήρη ἐφόλκια Anth.).