ἡβητικός: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡβητικός:''' -ή, -όν, [[νεανικός]], Λατ. [[juvenilis]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἡβητικός:''' -ή, -όν, [[νεανικός]], Λατ. [[juvenilis]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡβητικός:''' юношеский, отроческий ([[ἡλικία]] Xen.): ἡβητικοὶ λόγοι Xen. беседы о юношестве. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A youthful, λόγοι X.HG5.3.20; ἡλικία Id.Lac. 4.7, Gal.17(2).791.
German (Pape)
[Seite 1149] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς νεότητα, νεανικός, Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ ἡλικία ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’adolescent, de jeune homme.
Étymologie: ἡβάω.
Greek Monolingual
ἡβητικός, -ή, -όν (Α) ηβητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἡβητικός: -ή, -όν, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡβητικός: юношеский, отроческий (ἡλικία Xen.): ἡβητικοὶ λόγοι Xen. беседы о юношестве.