θριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θριάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μαντική]], [[έκσταση]], [[προφητεύω]], [[μαντεύω]]<br /><b>2.</b> [[μαζεύω]] φύλλα συκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θριαί]], με τη σημ. «[[ενθουσιάζω]], [[προφητεύω]]» και <span style="color: red;"><</span> [[θρίον]], με τη σημ. «[[συλλέγω]] φύλλα συκιάς»].
|mltxt=[[θριάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μαντική]], [[έκσταση]], [[προφητεύω]], [[μαντεύω]]<br /><b>2.</b> [[μαζεύω]] φύλλα συκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θριαί]], με τη σημ. «[[ενθουσιάζω]], [[προφητεύω]]» και <span style="color: red;"><</span> [[θρίον]], με τη σημ. «[[συλλέγω]] φύλλα συκιάς»].
}}
{{elru
|elrutext='''θρῑάζω:''' вдохновенно прорицать Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῑάζω Medium diacritics: θριάζω Low diacritics: θριάζω Capitals: ΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: thriázō Transliteration B: thriazō Transliteration C: thriazo Beta Code: qria/zw

English (LSJ)

(θριαί)

   A to be rapt, possessed, S.Fr.466, E.Fr.478; also glossed by φυλλολογεῖν (as if from θρῖον), Hsch., EM455.45:—also θριάομαι, = μαντεύομαι, AB265; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1218] nach Hesych. 1) φυλλολογεῖν, von θρῖον, Feigenblätter ablesen. – 2) ἐνθουσιάζειν, vom Folgenden, in Begeisterung weissagen; E. M. 455, 44. Bei B. A. 265 auch θριᾶσθαι τὸ μαντεύεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

θρῑάζω: (Θριαὶ) διατελῶ ἐν προφητικῇ παραφορᾷ, ἐνθουσιῶ, μαντεύομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 415, Εὐρ. Ἀποσπ. 481· πρβλ. ἐνθρίακτος. ΙΙ. (θρῖον) συλλέγω φύλλα συκῆς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

être inspiré de la divinité, prophétiser.
Étymologie: θριαί.

Greek Monolingual

θριάζω (Α)
1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω
2. μαζεύω φύλλα συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»].

Russian (Dvoretsky)

θρῑάζω: вдохновенно прорицать Soph., Eur.