κακορρήμων: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκορρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[κακολόγος]], αυτός που προμηνύει το [[κακό]], που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κᾰκορρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[κακολόγος]], αυτός που προμηνύει το [[κακό]], που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκορρήμων:''' 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ῥῆμα)
A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.). 2 a poor speaker, D.C.77.11. II τὸ κ., = foreg., Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. -όνως Poll.8.81.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.
Greek Monolingual
κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].
Greek Monotonic
κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).