καρύα: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καρυά, η (Α [[καρύα]] και [[καρέα]]) [[κάρυον]]<br />[[γένος]] καρποφόρων δένδρων της οικογένειας γιουγκλανδίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] του δένδρου [[καρυδιά]]. | |mltxt=και καρυά, η (Α [[καρύα]] και [[καρέα]]) [[κάρυον]]<br />[[γένος]] καρποφόρων δένδρων της οικογένειας γιουγκλανδίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] του δένδρου [[καρυδιά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰρύα:''' ἡ орешник Soph., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:29, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A nut-bearing tree of various kinds, S.Fr.759 (pl.), LXX Ca.6.10(11), Plu.2.647b, etc.; esp. hazel, Corylus Avellana, Thphr. HP1.12.1, 3.2.3; κ. Περσική walnut, Juglans regia, ib.3.6.2,3.14.4; κ. Εὐβοϊκή sweet chestnut, Castanea vesca, ib.5.4.2; κ. Ἡρακλεωτική filbert, variety of Corylus Avellana, ib.1.3.3; -ῶτις ib.3.3.8; cf. κάρυον.
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, der Nußbaum, vgl. κάρυον, Soph. bei Ath. II, 52 b u. A.
Greek (Liddell-Scott)
καρύα: ἡ, ἡ «καρυδιὰ» (ὁ δὲ καρπὸς λέγεται κάρυον), Σοφ. Ἀποσπ. 892, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 3. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
noyer, arbre.
Étymologie: cf. κάρυον.
Greek Monolingual
και καρυά, η (Α καρύα και καρέα) κάρυον
γένος καρποφόρων δένδρων της οικογένειας γιουγκλανδίδες
νεοελλ.
το ξύλο του δένδρου καρυδιά.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρύα: ἡ орешник Soph., Arst., Plut.