κατάκρασις: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάκρασις]], ἡ (Α) [[κατακεράννυμι]]<br /><b>1.</b> η [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> ο [[πολλαπλασιασμός]], η [[αναπαραγωγή]]. | |mltxt=[[κατάκρασις]], ἡ (Α) [[κατακεράννυμι]]<br /><b>1.</b> η [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> ο [[πολλαπλασιασμός]], η [[αναπαραγωγή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάκρᾱσις:''' εως ἡ смешение Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:33, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = κατακέρασις, Plu.2.688c, Gal.1.212. II Arith., multiplication, opp. παράθεσις (addition), Theol.Ar.10,12; ἄρσενος καὶ θήλεος κ., i.e. multiplication of two by three, Iamb.in Nic. p.34 P.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, = κατακέρασις, Mischung, neben ἀνάμιξις Plut. Symp. 6, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρᾱσις: -εως, ἡ,= κατακέρασις, Πλούτ. 2. 688C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mélange.
Étymologie: κατακεράννυμι.
Greek Monolingual
κατάκρασις, ἡ (Α) κατακεράννυμι
1. η ανάμιξη
2. ο πολλαπλασιασμός, η αναπαραγωγή.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρᾱσις: εως ἡ смешение Plut.