καταβεβλημένως: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταβεβλημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με [[καταφρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβεβλημένος]] μτχ. παθ. παρακμ. του [[καταβάλλω]])]. | |mltxt=[[καταβεβλημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με [[καταφρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβεβλημένος]] μτχ. παθ. παρακμ. του [[καταβάλλω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβεβλημένως:''' пошло, презренно ([[ζῆν]] Isocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of καταβάλλω,
A contemptibly, Isoc.15.305.
German (Pape)
[Seite 1339] weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
καταβεβλημένως: ἴδε καταβάλλω ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une façon commune, humblement.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβάλλω.
Greek Monolingual
καταβεβλημένως (Α)
επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. του καταβάλλω)].
Russian (Dvoretsky)
καταβεβλημένως: пошло, презренно (ζῆν Isocr.).