καταπαίζω: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπαίζω:''' μέλ. <i>-παίξομαι</i>, [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''καταπαίζω:''' μέλ. <i>-παίξομαι</i>, [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπαίζω:''' (fut. καταπαίξομαι) насмехаться, издеваться (τινός Arph., Sext.; τινά Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -παίξομαι (v. infr.),
A jest, mock at, c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν Ar.Fr.166, cf. LXX 4 Ki.2.23, AP5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν S.E.P.1.62: c. acc., D.L.2.136. 2 deceive, ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται LXXJe.9.5(4). II Med. in sense of Act., ἐπί τινι πράξει τινῶν κ. Hdn.Fig.p.92S.
German (Pape)
[Seite 1367] (s. παίζω), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαίζω: μέλλ. -παίξομαι, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ ἐμπαιχθῇ αὐτός, Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.
French (Bailly abrégé)
se jouer de, se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, παίζω.
Greek Monolingual
καταπαίζω (AM)
(ενεργ. και μέσ.) περιπαίζω, περιγελώ
μσν.
παίζω, κάνω παιχνίδια, παίζω με κάποιον («ὁ ἵππος κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῡ νέου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αστεΐζομαι, αστειεύομαι, χαριεντίζομαι με κάποιον
2. παθ. καταπαίζομαι
γίνομαι αντικείμενο εμπαιγμού.
Greek Monotonic
καταπαίζω: μέλ. -παίξομαι, εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταπαίζω: (fut. καταπαίξομαι) насмехаться, издеваться (τινός Arph., Sext.; τινά Diog. L.).