κνισώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνισώδης]], -ῶδες (Α) [[κνίσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναδίδει [[κνίσα]] ψητού κρέατος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταγγός]], με δυσάρεστη [[γεύση]] («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[κνισώδης]], -ῶδες (Α) [[κνίσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναδίδει [[κνίσα]] ψητού κρέατος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταγγός]], με δυσάρεστη [[γεύση]] («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κνῑσώδης:''' и [[κνισσώδης]]<br /><b class="num">1)</b> жирный, сочный или дымящийся: τὰ κνισώδη Arst. вкусно пахнущая пища;<br /><b class="num">2)</b> похожий на дым, т. е. выдохшийся: τὸ κνισσῶδες μνεμονευόμενόν τινος Plut. стершееся воспоминание о чем-л.
}}
}}

Revision as of 23:02, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσώδης Medium diacritics: κνισώδης Low diacritics: κνισώδης Capitals: ΚΝΙΣΩΔΗΣ
Transliteration A: knisṓdēs Transliteration B: knisōdēs Transliteration C: knisodis Beta Code: knisw/dhs

English (LSJ)

ες, (κνῖσα)

   A steaming like roast meat, fatty, Arist.HA 534a23; opp. ἀπίμελος, Id.PA675b11; κνισῶδες ἐρυγγάνειν Gal.8.35, cf. Phlp.in APo.378.16; κ. ἀπεψία Alex. Trall.Febr.1; greasy, of oil, Gal.6.289.    II metaph., τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κ. Plu.2.1088f.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσώδης: -ες, (εἶδος) «ἀχνίζων» καὶ εὐωδιάζων ὡς ὀπτὸν κρέας, λιπαρός, παχύς, ἀπίμελος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20· ― μεταφορ., ἀμαυρὸν καὶ κν. Πλούτ. 2. 1088F.

French (Bailly abrégé)

mieux que κνισσώδης;
ης, ες :
graisseux, gras.
Étymologie: κνῖσα, -ωδης.

Greek Monolingual

κνισώδης, -ῶδες (Α) κνίσα
1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος
2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

κνῑσώδης: и κνισσώδης
1) жирный, сочный или дымящийся: τὰ κνισώδη Arst. вкусно пахнущая пища;
2) похожий на дым, т. е. выдохшийся: τὸ κνισσῶδες μνεμονευόμενόν τινος Plut. стершееся воспоминание о чем-л.